pattern

Βιβλίο Total English - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 8 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Pre-Intermediate, όπως "arrive", "on the go", "half" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Pre-intermediate
to arrive

to reach a location, particularly as an end to a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrive"
on time

exactly at the specified time, neither late nor early

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on time"
hurry

a state of urgency or rush, often caused by a need to complete a task quickly or reach a destination within a limited timeframe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hurry"
on the go

in a state of being actively engaged in various activities or constantly in motion, typically indicating a busy and active lifestyle

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on the go"
immediately

in a way that is instant and involves no delay

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immediately"
rush hour

a time of day at which traffic is the heaviest because people are leaving for work or home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rush hour"
to slow down

to move with a lower speed or rate of movement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slow down"
speed camera

a device that photographs one's vehicle if one exceeds the speed limit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed camera"
speed limit

the most speed that a vehicle is legally allowed to have in specific areas, roads, or conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed limit"
to speed up

to become faster

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speed up"
to take time

to need a significant amount of time to be able to happen, be completed, or achieved

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] time"
to ask out

to invite someone on a date, particularly a romantic one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ask out"
to get over

to emotionally heal and move on from a romantic relationship that has ended

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get over"
to go out

to regularly spend time with a person that one likes and has a sexual or romantic relationship with

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
to grow apart

(of people and their relationship) to gradually become less close

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow apart"
to put up with

to tolerate something or someone unpleasant, often without complaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up with"
to split up

to end a romantic relationship or marriage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to split up"
to take out

to invite someone to go out with one, typically for a meal or an activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take out"
hour

each of the twenty-four time periods that exist in a day and each time period is made up of sixty minutes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hour"
kilogram

a unit of measuring weight equal to 2.20 pounds or 1000 grams

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kilogram"
minute

each of the sixty parts that creates one hour and is made up of sixty seconds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minute"
second

each of the sixty parts that creates one minute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "second"
half

either one of two equal parts of a thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half"
meter

the basic unit of measuring length that is equal to 100 centimeters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meter"
kilometers per hour

a unit of measurement used to express speed or velocity in the metric system, representing the distance traveled in kilometers over the course of one hour

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kilometers per hour"
centimeter

a unit of measuring length equal to one hundredth of a meter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "centimeter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek