pattern

Βιβλίο Total English - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 4 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Pre-Intermediate, όπως "control", "fear", "mental" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Pre-intermediate
to challenge

to invite someone to compete or strongly suggest they should do something, often to test their abilities or encourage action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to challenge"
goal

our purpose or desired result

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goal"
to control

to have power over a person, company, country, etc. and to decide how things should be done

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to control"
fear

a bad feeling that we get when we are afraid or worried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fear"
physical

related to the body rather than the mind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physical"
mental

happening or related to someone's mind, involving thoughts, feelings, and cognitive processes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mental"
strength

the quality or state of being physically or mentally strong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strength"
to rely on

to have faith in someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rely on"
to build

to put together different materials such as brick to make a building, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build"
shelter

a place or building that is meant to provide protection against danger or bad weather

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shelter"
to achieve

to finally accomplish a desired goal after dealing with many difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to achieve"
to cope

to handle a difficult situation and deal with it successfully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cope"
to push

to force someone to do something, particularly against their will

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to push"
survival

the state in which a person manages to stay alive or strong despite dangers or difficulties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "survival"
wilderness

an area of land that has remained largely undisturbed by humans and their modern development

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wilderness"
brave

having no fear when doing dangerous or painful things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brave"
confident

having a strong belief in one's abilities or qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confident"
determined

having or displaying a strong will to achieve a goal despite the challenges or obstacles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "determined"
fit

healthy and strong, especially due to regular physical exercise or balanced diet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fit"
funny

able to make people laugh

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funny"
generous

having a willingness to freely give or share something with others, without expecting anything in return

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generous"
intelligent

good at learning things, understanding ideas, and thinking clearly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intelligent"
motivated

having a strong desire or ambition to achieve a goal or accomplish a task

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motivated"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
talented

possessing a natural skill or ability for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "talented"
blanket

a large piece of fabric made of wool, cotton, or other materials that is used to keep warm or to provide comfort, used on beds, sofas, chairs, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blanket"
match

a small stick with a tip that catches fire when rubbed on a rough surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "match"
candle

a block or stick of wax with a string inside that can be lit to produce light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "candle"
chocolate

a type of food that is brown and sweet and is made from ground cocoa seeds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chocolate"
first-aid kit

a collection of basic medical supplies and equipment used to provide treatment for injuries or illnesses in an emergency situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first-aid kit"
mirror

a flat surface made of glass that people can see themselves in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mirror"
penknife

a folding knife that is small and compact enough to be carried in a pocket or purse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penknife"
radio

a device that is used for listening to programs that are broadcast

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radio"
scissors

a tool used to cut paper, cloth, etc. with two handles and two sharp edges, joined in the middle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scissors"
tent

a shelter that usually consists of a long sheet of cloth, nylon, etc. supported by poles and ropes fixed to the ground, that we especially use for camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tent"
torch

a handheld portable light source that uses a flame to lighten a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torch"
umbrella

an object with a circular folding frame covered in cloth, used as protection against rain or sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "umbrella"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek