pattern

Βιβλίο Total English - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 3 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Pre-Intermediate, όπως "αλλεργικός", "συζήτηση", "μορφωμένος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Pre-intermediate
allergic

having negative reactions to specific substances, such as sneezing, itching, or swelling, due to sensitivity to those substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "allergic"
chef

a highly trained cook who often cooks for hotels or restaurants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chef"
diet

the types of food or drink that people or animals usually consume

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diet"
main course

the main dish of a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "main course"
menu

a list of the different food available for a meal in a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "menu"
recipe

the instructions on how to cook a certain food, including a list of the ingredients required

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recipe"
dish

food that is made in a special way as part of a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dish"
vegetarian

someone who avoids eating meat or fish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetarian"
baked

cooked with dry heat, particularly in an oven

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baked"
boiled

cooked in extremely hot liquids

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boiled"
fresh

(of food) recently harvested, caught, or made

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fresh"
fried

cooked in very hot oil

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fried"
grilled

having been cooked over direct heat, often on a grill, resulting in a charred or seared exterior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grilled"
raw

related to foods that have not been exposed to heat or any form of cooking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "raw"
roast

(of food) cooked in an oven or over an open flame until the food is browned on the outside and cooked through on the inside

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roast"
spicy

having a strong taste that gives your mouth a pleasant burning feeling

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spicy"
sweet

containing sugar or having a taste that is like sugar

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweet"
argument

a discussion, typically a serious one, between two or more people with different views

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "argument"
discussion

a conversation with someone about a serious subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discussion"
chief

a person who holds the highest position of authority within a group or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chief"
cook

a person who prepares and cooks food, especially as their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cook"
cooker

an appliance shaped like a box that is used for heating or cooking food by putting food on top or inside the appliance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cooker"
educated

having received a good education

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "educated"
polite

showing good manners and respectful behavior towards others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polite"
plate

a flat, typically round dish that we eat from or serve food on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plate"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
sensible

possessing or displaying good judgment and practicality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensible"
sensitive

capable of understanding other people's emotions and caring for them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensitive"
savory

pleasing or agreeable to the sense of taste

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savory"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek