pattern

Βιβλίο Total English - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 7 - Αναφορά - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Αναφορά - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Pre-Intermediate, όπως "open", "illness", "flu" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Pre-intermediate
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

υπέρβαρος, παχυσαρικός

υπέρβαρος, παχυσαρικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
short

(of a person) having a height that is less than what is thought to be the average height

κοντός, χαμηλός

κοντός, χαμηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
skinny

having a very low amount of body fat

λεπτός, αδύνατος

λεπτός, αδύνατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinny"
slim

thin in an attractive way

λεπτός, κομψός

λεπτός, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
tall

(of a person) having a height that is greater than what is thought to be the average height

ψηλός, υψηλός

ψηλός, υψηλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tall"
ugly

not pleasant to the mind or senses

άσχημος, κακός

άσχημος, κακός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
ambitious

trying or wishing to gain great success, power, or wealth

φιλόδοξος, προοδευτικός

φιλόδοξος, προοδευτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambitious"
chatty

full of trivial or nonessential details in conversation

κουβέντα, φλυαρός

κουβέντα, φλυαρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chatty"
easygoing

calm and not easily worried or upset

χαλαρός, ήρεμος

χαλαρός, ήρεμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easygoing"
hardworking

(of a person) putting in a lot of effort and dedication to achieve goals or complete tasks

εργατικός, σφιχτός

εργατικός, σφιχτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardworking"
lazy

avoiding work or activity and preferring to do as little as possible

τεμπέλης, νυστάρης

τεμπέλης, νυστάρης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lazy"
open

having a straightforward and honest attitude

ανοιχτός, ξεκάθαρος

ανοιχτός, ξεκάθαρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "open"
reserved

reluctant to share feelings or problems

επιφυλακτικός, μαζεμένος

επιφυλακτικός, μαζεμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reserved"
sensitive

capable of understanding other people's emotions and caring for them

ευαίσθητος, ευσυνείδητος

ευαίσθητος, ευσυνείδητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensitive"
unreliable

not able to be depended on or trusted to perform consistently or fulfill obligations

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliable"
illness

the state of being physically or mentally sick

ασθένεια, νόσος

ασθένεια, νόσος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illness"
backache

a pain in someone's back

πόνος στην πλάτη, ραχιαλγία

πόνος στην πλάτη, ραχιαλγία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backache"
cold

a mild disease that we usually get when viruses affect our body and make us cough, sneeze, or have fever

κρυολόγημα, ψύχρα

κρυολόγημα, ψύχρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
to cough

to push air out of our mouth with a sudden noise

βήχω, φταρνίζω

βήχω, φταρνίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cough"
earache

a pain inside the ear

ωτίτιδα, πόνος στο αυτί

ωτίτιδα, πόνος στο αυτί

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earache"
flu

an infectious disease similar to a bad cold, causing fever and severe pain

γρίπη, ιός της γρίπης

γρίπη, ιός της γρίπης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flu"
headache

a pain in the head, usually persistent

κεφαλαλγία, πονοκέφαλος

κεφαλαλγία, πονοκέφαλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headache"
rash

a part of one's skin covered with red spots, which is usually caused by a sickness or an allergic reaction

εξάνθημα, κοκκίνισμα

εξάνθημα, κοκκίνισμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rash"
sore throat

a condition when you feel pain in the throat, usually caused by bacteria or viruses

φαρυγγίτιδα, πόνους στο λαιμό

φαρυγγίτιδα, πόνους στο λαιμό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sore throat"
stomachache

a pain in or near someone's stomach

πόνος στο στομάχι, κοιλιακός πόνος

πόνος στο στομάχι, κοιλιακός πόνος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stomachache"
toothache

pain felt in a tooth or several teeth

οδοντόπονος, πονος δοντιού

οδοντόπονος, πονος δοντιού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothache"
sick

not in a good and healthy physical or mental state

αρρωστημένος, ασθενής

αρρωστημένος, ασθενής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
to hurt

to cause injury or physical pain to yourself or someone else

πληγώνω, τραυματίζω

πληγώνω, τραυματίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurt"
organized

(of a person) managing one's life, work, and activities in an efficient way

οργανωτικός, τακτικός

οργανωτικός, τακτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organized"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek