pattern

Επίθετα Φυσικών Ανθρώπινων Χαρακτηριστικών - Επίθετα Φυσικών Ανθρώπινων Χαρακτηριστικών

Τα επίθετα σωματικών χαρακτηριστικών περιγράφουν τις εγγενείς ιδιότητες και χαρακτηριστικά της φυσικής εμφάνισης ενός ατόμου.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Physical Human Attributes
able

possessing a body that is healthy and strong

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "able"
mortal

capable of dying

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mortal"
tough

having physical strength and resilience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tough"
pregnant

(of a woman or a female animal) carrying a baby inside one's body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pregnant"
superhuman

having abilities or qualities that go beyond what is considered normal or humanly possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superhuman"
sturdy

(of a person) physically strong and healthy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sturdy"
muscular

(of a person) powerful with large well-developed muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
headless

lacking a head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headless"
voracious

eating or craving food in large amounts and with great enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voracious"
sweaty

covered in a salty, colorless liquid that the body produces in reaction to extreme heat, fear, fever, or physical exertion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweaty"
beefy

with a strong body and well-built muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beefy"
energetic

active and full of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energetic"
athletic

energetic and physically capable, typically engaging in sports or other vigorous activities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athletic"
alcoholic

excessively consuming alcohol and struggling to control or stop this habit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alcoholic"
hydrated

(of a person) having enough water or moisture in the body to stay properly nourished and healthy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hydrated"
left-handed

primarily using one's left hand for tasks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "left-handed"
right-handed

primarily using one's right hand for tasks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "right-handed"
one-handed

using or possessing only one hand for tasks, activities, or actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one-handed"
scarred

marked with healed wounds or injuries

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scarred"
limber

having a body that is flexible and can move and bend easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "limber"
bloated

swollen or enlarged, often due to excess fluid or overeating

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bloated"
toned

having well-defined muscles and firmness, often as a result of exercise or physical activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toned"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek