pattern

Επίθετα Χαρακτηριστικών των Πραγμάτων - Επίθετα της αδυναμίας

Αυτά τα επίθετα μας δίνουν τη δυνατότητα να εκφράσουμε τη μειωμένη ή περιορισμένη σωματική, ψυχική ή συναισθηματική δύναμη ή ικανότητα που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη οντότητα.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives Describing Attributes of Things
weak

lacking physical strength or energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weak"
fragile

easily damaged or broken

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fragile"
flimsy

likely to break due to the lack of strength or durability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flimsy"
powerless

lacking the ability or authority to influence or control situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powerless"
impaired

weakened in strength, effectiveness, quality, or usefulness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impaired"
limp

not having any energy or determination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "limp"
ethereal

extremely delicate, light, as if it belongs to a heavenly realm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ethereal"
brittle

easily broken, cracked, or shattered due to the lack of flexibility and resilience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brittle"
delicate

easily harmed or destroyed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicate"
tenuous

very delicate or thin

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenuous"
vulnerable

easily hurt, often due to weakness or lack of protection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulnerable"
frail

having a weak physical state or delicate health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frail"
feeble

lacking in physical strength or energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feeble"
debilitated

extremely weakened and experiencing a significant decline in physical or mental health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debilitated"
faint

performed or done weakly or with little energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faint"
breakable

easily damaged or destroyed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek