pattern

Επίθετα Χαρακτηριστικών των Πραγμάτων - Επίθετα Ολότητας

Αυτά τα επίθετα εκφράζουν τη συμπερίληψη ή την εξαίρεση όλων των μερών, δίνοντας έμφαση στην ολότητα ή την ατελότητα μιας συγκεκριμένης οντότητας, έννοιας ή εμπειρίας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives Describing Attributes of Things
whole

including every part, member, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whole"
entire

involving or describing the whole of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entire"
total

including the whole quantity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "total"
complete

having all the necessary parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complete"
thorough

doing something completely and comprehensively without leaving out any important details

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thorough"
comprehensive

covering or including all aspects of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comprehensive"
unanimous

(of a group) fully in agreement on something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unanimous"
aggregate

consisting of several numbers, things, or amounts added together

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aggregate"
finished

completed and with no further actions or modifications needed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finished"
exhaustive

complete with regard to every single detail or element

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhaustive"
inclusive

including everything or everyone, without excluding any particular group or element

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inclusive"
overall

including or considering everything or everyone in a certain situation or group

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overall"
full

having all elements or aspects present, without any omissions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full"
enough

to a degree or extent that is sufficient or necessary

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enough"
sufficient

having enough of something to meet a particular need or requirement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sufficient"
adequate

satisfactory or acceptable in quality or quantity to meet a particular need or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adequate"
empty

with no one or nothing inside

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empty"
devoid

entirely lacking or empty of a particular quality or element

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "devoid"
partial

involving only a part of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partial"
incomplete

not having all the necessary parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incomplete"
half

to an extent that is partial and not complete

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half"
divided

having been split into distinct parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "divided"
cut

divided or sliced with a sharp tool or object

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cut"
lacking

not having a necessary amount of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lacking"
missing

describing something or someone that cannot be found

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "missing"
fragmented

broken into small, disconnected parts or pieces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fragmented"
unfinished

not yet completed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfinished"
deficient

lacking in terms of quantity or quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deficient"
torn

split or divided into two or more parts, often as a result of force or pressure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torn"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek