pattern

Επίθετα Χαρακτηριστικών των Πραγμάτων - Επίθετα της Δύναμης

Αυτά τα επίθετα εκφράζουν τον βαθμό της σωματικής, ψυχικής ή συναισθηματικής δύναμης ή έντασης που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη οντότητα, δράση ή χαρακτηριστικό.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives Describing Attributes of Things
unbreakable

impossible or difficult to destroy or damage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbreakable"
formidable

commanding great respect or fear due to having exceptional strength, excellence, or capabilities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formidable"
unyielding

inflexible or resistant to pressure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unyielding"
indomitable

impossible to be conquered or overcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indomitable"
powerful

possessing great strength or force

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powerful"
strong

having a lot of physical power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strong"
firm

strong and capable of resisting pressure or force

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "firm"
resistant

not easily affected by external influences or forces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resistant"
resilient

having the ability to return to its original shape or position after being stretched or compressed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resilient"
potent

indicating a strong and impactful effect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potent"
unstoppable

not capable of being effectively hindered or stopped

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unstoppable"
powered

(often used in combination) operated by a specific type of energy or force

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powered"
mighty

possessing great strength, power, or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mighty"
hardy

having a strong and well-built physique

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardy"
vigorous

having strength and good mental or physical health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vigorous"
bulletproof

built in a way that does not let through any bullets or other projectiles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulletproof"
forceful

(of people or opinions) strong and demanding in manner or expression

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forceful"
indestructible

not capable of being destroyed easily

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indestructible"
proof

(used as a compound adjective or a suffix) capable of enduring a specific type of damage, condition, or test

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proof"
fortified

strengthened or reinforced to resist damage or enhance its qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortified"
resistive

having the ability to endure or withstand the impact or influence of external forces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resistive"
punchy

having a strong, impactful, or forceful quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punchy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek