pattern

Επίθετα Αιτίας και Αποτελέσματος - Επίθετα μόνιμου αποτελέσματος

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν το αποτέλεσμα μιας ενέργειας που είναι μόνιμη και δεν μπορεί να αλλάξει, όπως "επιλύθηκε", "ολοκληρώθηκε", "τεκμηριώθηκε", "προσδιορίστηκε" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Cause and Result
noticed
[επίθετο]

observed or perceived by someone

παρατηρηθέντα, αντιληφθέντα

παρατηρηθέντα, αντιληφθέντα

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
heard
[επίθετο]

perceived or recognized through the sense of hearing

ακουσμένο, ήχο

ακουσμένο, ήχο

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
spoken
[επίθετο]

communicated orally rather than in written form

μιλητό, προφορικό

μιλητό, προφορικό

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
finished
[επίθετο]

completed and with no further actions or modifications needed

τελειωμένος, ολοκληρωμένος

τελειωμένος, ολοκληρωμένος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
interrupted
[επίθετο]

frequently stopping and starting, causing a break in continuity or flow

διακεκομμένος, κατακερματισμένος

διακεκομμένος, κατακερματισμένος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
disclosed
[επίθετο]

(of information or details) revealed or made known to others

αποκαλυφθείς, δημοσιοποιημένος

αποκαλυφθείς, δημοσιοποιημένος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
solved
[επίθετο]

successfully resolved or answered

λύθηκε, επιλυθεί

λύθηκε, επιλυθεί

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
resolved
[επίθετο]

firmly decided or determined in a specific course of action or belief

αποφασισμένος, καθορισμένος

αποφασισμένος, καθορισμένος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
discovered
[επίθετο]

found or revealed, often for the first time

ανακαλυφθέντας, ήδη ανακαλυφθέντας

ανακαλυφθέντας, ήδη ανακαλυφθέντας

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
documented
[επίθετο]

recorded or put in writing in order to be referenced or referred to at a later time

καταγεγραμμένο, τεκμηριωμένο

καταγεγραμμένο, τεκμηριωμένο

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
identified
[επίθετο]

having been recognized or determined

αναγνωρισμένος, καθορισμένος

αναγνωρισμένος, καθορισμένος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
prepared
[επίθετο]

having been made ready or suitable beforehand for a particular purpose or situation

ετοίμαστο, πάντοτε έτοιμο

ετοίμαστο, πάντοτε έτοιμο

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
unvoiced
[επίθετο]

not expressed or communicated verbally

άηχος, μη εκφρασμένος

άηχος, μη εκφρασμένος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
unnamed
[επίθετο]

lacking a known or specified name or source

αόριστος, άγνωστος

αόριστος, άγνωστος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
unanswered
[επίθετο]

not responded to or reciprocated, often leaving a sense of incompleteness or uncertainty

αναπάντητος, απάντητος

αναπάντητος, απάντητος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
tried
[επίθετο]

having been attempted or tested

δοκιμασμένος, ελεγμένος

δοκιμασμένος, ελεγμένος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
caught
[επίθετο]

having been captured or trapped

παγιδευμένος, συλληφθείς

παγιδευμένος, συλληφθείς

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
unchecked
[επίθετο]

not limited or controlled, often leading to negative consequences

αυθαίρετος, ανεξέλεγκτος

αυθαίρετος, ανεξέλεγκτος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
dwarfed
[επίθετο]

appearing much smaller or less significant in comparison to something else

μειονεκτικός, μικρότερος

μειονεκτικός, μικρότερος

daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek