pattern

Επίθετα Αιτίας και Αποτελέσματος - Επίθετα Φυσικού Αποτελέσματος

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν τα αποτελέσματα μιας ενέργειας που επηρεάζει τις φυσικές πτυχές μιας οντότητας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Cause and Result
touched

physically coming into contact with something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touched"
untouched

remaining unaffected or unaltered by external influences or factors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "untouched"
uncharted

not mapped, explored, or documented

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncharted"
changed

altered or transformed in nature or appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "changed"
unchanged

subject to no change and staying in the same state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unchanged"
used

previously owned or utilized by someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "used"
unused

not put into action by anyone before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unused"
saturated

having absorbed as much of a substance as possible at a given temperature, reaching its maximum concentration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saturated"
tucked

neatly arranged or secured in a close-fitting manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tucked"
untucked

not neatly arranged or secured in a close-fitting manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "untucked"
unmanned

operating without a crew or staff

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unmanned"
armed

equipped with weapons or firearms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armed"
unarmed

not equipped with weapons or firearms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unarmed"
armored

protected by strong, usually metal, coverings to defend against attack

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armored"
entrenched

firmly established and resistant to change

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrenched"
wired

equipped with cables, particularly for electricity or communication purposes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wired"
molten

heated to a liquid state due to high temperatures

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "molten"
melted

changed into a liquid state as a result of being heated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "melted"
dehydrated

having had the natural moisture removed for preservation or storage purposes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dehydrated"
scrambled

mixed or disrupted in a disordered manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrambled"
mixed

consisting of different types of people or things combined together

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mixed"
deserted

(of a place) empty or devoid of people, activity, or signs of life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deserted"
damaged

(of a person or thing) harmed or spoiled

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "damaged"
broken

(of a thing) physically divided into pieces, because of being damaged, dropped, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broken"
unbroken

(of an animal) not having undergone training or taming for service or use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbroken"
fragmented

broken into small, disconnected parts or pieces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fragmented"
compressed

tightly pressed together, resulting in reduced size or increased density

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compressed"
balanced

evenly distributed or in a state of stability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balanced"
segregated

divided in separate groups, often based on factors like race, ethnicity, or social class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "segregated"
unlocked

not secured or fastened with a lock and capable of being opened freely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unlocked"
sealed

securely closed or fastened, typically to prevent access, leakage, or contamination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sealed"
unsealed

not securely closed or fastened, typically allowing access, leakage, or contamination

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsealed"
seated

positioned or settled in a seat or chair

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seated"
shaded

partially or completely covered from direct sunlight, typically by shadows, objects, or structures

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaded"
established

(of someone) respected and well-known in their profession due to the experience and skills they have developed over the years

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "established"
developed

created, built, or improved to a more advanced state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "developed"
structured

having a clear and highly organized arrangement or system

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "structured"
manufactured

made or produced in a factory rather than being natural or handmade

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manufactured"
stuck

fixed tightly in a particular position and incapable of moving or being moved

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stuck"
closed

not letting things, people, etc. go in or out

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "closed"
isolated

(of a place or building) far away from any other place, building, or person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "isolated"
congested

(of a place) filled with many people, vehicles, or objects, leading to difficulties in movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congested"
crowded

(of a space) filled with things or people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crowded"
fermented

transformed by natural microorganisms, often resulting in the creation of acids, gases, or alcohol

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fermented"
fractured

(typically of bones or solid objects) broken or cracked

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fractured"
recycled

used again or transformed into a new product after being processed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recycled"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek