pattern

Επίθετα Αιτίας και Αποτελέσματος - Επίθετα προσωρινού αποτελέσματος

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν το αποτέλεσμα μιας ενέργειας που υπόκειται σε αλλαγές ως αποτέλεσμα άλλων ενεργειών.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Cause and Result
forbidden

not permitted to be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forbidden"
authorized

officially permitted or approved by a recognized authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "authorized"
unauthorized

not officially permitted or approved by a recognized authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unauthorized"
licensed

officially permitted or authorized by a recognized authority, often through the granting of a license

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "licensed"
classified

arranged into groups based on certain criteria

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classified"
unexplained

lacking a clear reason or understanding and left without an explanation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unexplained"
integrated

combined or merged to form one entity or introduced into another system

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "integrated"
generalized

not specialized or adapted to a specific function or environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generalized"
coordinated

functioning as a unified unit, with various parts or elements working together harmoniously

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coordinated"
featured

prominently presented or highlighted, often as a main attraction or focus

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "featured"
opposed

trying to stop something because one strongly disagrees with it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opposed"
unintended

happening without being planned or deliberately caused

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unintended"
intended

planned, desired, or aimed for as a specific goal or objective

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intended"
united

(of groups or people) acting together and in agreement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "united"
connected

linked or associated with others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "connected"
disconnected

separated or divided, often resulting in a lack of unity or cohesion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disconnected"
attached

physically connected or joined to something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attached"
centralized

having control or decision-making concentrated in a single location or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "centralized"
decentralized

spreading control or decision-making across multiple locations or entities instead of concentrating it in one central authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decentralized"
weighted

adjusting values or proportions to give more importance to certain factors relative to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weighted"
diversified

including a variety of different elements or components

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diversified"
improved

making something better or more valuable, leading to greater satisfaction or profit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "improved"
enhanced

improved in value, quality, or performance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enhanced"
protected

keeping something safe from harm, loss, or danger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "protected"
unprotected

lacking defenses against harm, danger, or loss

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprotected"
controlled

managed or regulated according to legal guidelines or regulations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controlled"
uncontrolled

lacking regulation, restraint, or governance, resulting in chaos, disorder, or wildness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncontrolled"
regulated

controlled or managed according to specific rules or laws

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regulated"
unregulated

not controlled or monitored according to specific rules or laws

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unregulated"
dignified

displaying calmness and seriousness in a manner that deserves respect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dignified"
edited

revised or altered to improve clarity, correctness, or quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "edited"
affected

impacted or influenced by something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affected"
unaffected

remaining unchanged despite external influences

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unaffected"
altered

changed in some way, but not completely transformed into something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "altered"
shared

divided or distributed among multiple individuals or groups

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shared"
endangered

(of an animal, plant, etc.) being at risk of extinction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endangered"
appreciated

recognized or valued for a quality, merit, or contribution

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appreciated"
scripted

written beforehand, particularly for a play, movie, or broadcast

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scripted"
contested

referring to disagreements or competitions over something, resulting in disputes or challenges

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contested"
expected

anticipated or predicted to happen based on previous knowledge or assumptions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expected"
preconceived

(of ideas or opinions) formed before having enough information or experience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preconceived"
cursed

believed to be deserving of condemnation, often because of bringing problems or misfortune

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cursed"
involved

actively participating or included in a particular activity, event, or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "involved"
extended

making something longer in time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extended"
unified

brought together or combined into a single, cohesive entity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unified"
refined

made pure by removing impurities through a processing method

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refined"
continued

carrying on without stopping

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "continued"
sustained

remaining at a consistent level over time without interruption

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sustained"
conflicted

experiencing contradictory feelings, thoughts, or emotions, often resulting from having to make a difficult choice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conflicted"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek