pattern

Επίθετα Αιτίας και Αποτελέσματος - Επίθετα χωρητικότητας

Αυτά τα επίθετα αναφέρονται στην ικανότητα και την ικανότητα ενός ατόμου ή αντικειμένου να εκτελέσει μια ενέργεια ή να οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives of Cause and Result
countable

capable of being easily counted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countable"
forgettable

capable of being erased from the mind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forgettable"
unforgettable

so memorable that being forgotten is impossible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unforgettable"
preventable

capable of being avoided or stopped from happening

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preventable"
avoidable

capable of being prevented or evaded through cautionary actions or decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "avoidable"
unavoidable

unable to be prevented or escaped

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unavoidable"
scalable

capable of being expanded or adjusted to accommodate growth or changes in demand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scalable"
preferable

more desirable or favored compared to other options

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preferable"
available

ready for being used or acquired

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "available"
unavailable

not able to be obtained, reached, or used, typically because it is not ready, not present, or being used by someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unavailable"
inaccessible

not able to be reached or entered, usually due to obstacles or restrictions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inaccessible"
accessible

able to be reached, entered, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accessible"
compatible

having the ability to work with different devices, machines, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compatible"
transferable

capable of being legally passed from one owner to another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transferable"
identifiable

capable of being recognized or distinguished

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "identifiable"
palpable

so intense or significant that something feels almost physical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palpable"
tangible

capable of being felt or touched

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tangible"
intangible

incapable of being touched or physically grasped

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intangible"
reversible

having the ability to be undone or corrected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reversible"
irreversible

unable to be undone, changed, or corrected once something has occurred

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irreversible"
controllable

able to be managed or directed to achieve a desired outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controllable"
uncontrollable

difficult to manage, often leading to challenges or problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncontrollable"
printable

suitable for publication because of lacking content that is morally or legally objectionable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "printable"
intractable

difficult to manage, control, or resolve

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intractable"
taxable

subject to being taxed by the government

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxable"
enforceable

able to be legally upheld or made effective according to established rules

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enforceable"
variable

subject to change or variation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variable"
applicable

relevant to someone or something in a particular context or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "applicable"
playable

suitable or able to be played

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "playable"
customizable

capable of being modified or tailored to meet specific preferences or requirements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customizable"
searchable

capable of being easily looked up or found, especially in digital formats like databases or websites

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "searchable"
clickable

capable of being easily activated or selected by clicking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clickable"
programmable

capable of being customized or set up to perform specific tasks or operations according to user instructions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "programmable"
shareable

capable of being shared or easily distributed among individuals or groups

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shareable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek