pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Ζώνη 5 και Κάτω) - Ψώνια

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τις αγορές που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (5)
mall

‌a large building or enclosed area, where many stores are placed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mall"
store

a shop of any size or kind that sells goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "store"
shop

a building or place that sells goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shop"
supermarket

a large store that we can go to and buy food, drinks and other things from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supermarket"
hypermarket

a large retail store combining a supermarket and a department store

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypermarket"
grocer

someone who sells food and other everyday products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grocer"
grocery store

a store in which food and necessary household items are sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grocery store"
sale

the act of selling something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sale"
bazaar

a marketplace, often outdoors, where goods and sometimes services are exchanged or sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bazaar"
cashier

a person in charge of paying and receiving money in a hotel, shop, bank, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cashier"
mannequin

a human-like figure used to show clothing in stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mannequin"
receipt

a written or printed document that shows the payment for a set of goods or services has been made

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receipt"
delivery

the act or process of taking goods, letters, etc. to whomever they have been sent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delivery"
package

a box or container in which items are packed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "package"
fitting room

a small room in a shop where people try clothes on before buying them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fitting room"
seller

a person or company that sells something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seller"
buyer

a person who wants to buy something, usually an expensive item

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buyer"
to purchase

to get goods or services in exchange for money or other forms of payment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to purchase"
to shop

to look for and buy different things from stores or websites

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shop"
to spend

to use money as a payment for services, goods, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
to buy

to get something in exchange for paying money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
to sell

to give something to someone in exchange for money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell"
to order

to ask for something, especially food, drinks, services, etc. in a restaurant, bar, or shop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to order"
to deal

to engage in business transactions or trade by buying, selling, or exchanging goods or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deal"
to try

to test something by doing or using it to find out if it is suitable, useful, good, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
to pay

to give someone money in exchange for goods or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek