pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Ζώνη 5 και Κάτω) - Αθλητικοί Αγώνες

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με αθλητικούς αγώνες που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (5)
athlete

a person who is good at sports and physical exercise, and often competes in sports competitions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athlete"
olympic

related to or associated with the Olympic Games

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "olympic"
record

the best performance or result, or the highest or lowest level that has ever been reached, especially in sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "record"
championship

a competition in which the best player or team is chosen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "championship"
champion

the winner of a competition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "champion"
competition

an event or contest in which individuals or teams compete against each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competition"
semifinal

one of the two competitions before the final round

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semifinal"
referee

an official who is in charge of a game, making sure the rules are obeyed by the players

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "referee"
gold medal

an award made of gold or gold-colored metal, given to the winner of a race or competition to symbolize their victory

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gold medal"
silver medal

a recognition awarded to the second-place finisher in a competition or sporting event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silver medal"
bronze medal

a recognition awarded to the third-place finisher in a competition or sporting event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bronze medal"
to pass

to give the ball to a teammate by kicking, throwing, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass"
score

a number representing the points, goals, etc. a player achieves in a competition or game

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "score"
to win

to become the most successful, the luckiest, or the best in a game, race, fight, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to win"
to draw

to finish a game without any winning sides

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to draw"
to lose

to not win in a race, fight, game, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
to shoot

to try to score points in a ball game by kicking, hitting, or throwing the ball

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoot"
substitute

a player who serves as a backup and enters the game when a starter on the team is replaced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substitute"
to compete

to join in a contest or game

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compete"
to kick

to strike something such as a ball with your foot, particularly in sports like soccer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kick"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek