pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Ζώνη 5 και Κάτω) - Transportation

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Transportation που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (5)
vehicle

a large object with an engine, such as a car or truck, used for transporting people or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vehicle"
ticket

a piece of paper or card that shows you can do or get something, like ride on a bus or attend an event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ticket"
rail

a means of transportation by train

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rail"
station

a place or building where we can get on or off a train or bus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "station"
timetable

a list or chart that shows the departure and arrival times of trains, buses, airplanes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "timetable"
ship

a large boat, used for carrying passengers or goods across the sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ship"
bicycle

a vehicle with two wheels that we ride by pushing its pedals with our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bicycle"
motorcycle

a vehicle with two wheels, powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorcycle"
subway

an underground railroad system, typically in a big city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subway"
airplane

a flying vehicle with fixed wings that moves people and goods from one place to another through sky

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airplane"
boat

a type of small vehicle that is used to travel on water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boat"
helicopter

a large aircraft with metal blades on top that go around

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helicopter"
van

a big vehicle without back windows, smaller than a truck, used for carrying people or things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "van"
cab

a vehicle, typically with a driver for hire, used to transport passengers to their destinations in exchange for an amount of money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cab"
gas station

a place that sells fuel for cars, buses, bikes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gas station"
public transportation

the system of vehicles, such as buses, trains, etc. that are available to everyone and provided by the government or companies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public transportation"
locomotive

a powered railroad vehicle that pulls a train along

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "locomotive"
monorail

a railway system that has only one rail instead of two, usually in an elevated position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monorail"
to brake

to slow down or stop a moving car, etc. by using the brakes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brake"
bypass

a road that goes round a city or town rather than going through the city center

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bypass"
to repair

to fix something that is damaged, broken, or not working properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repair"
to park

to move a car, bus, etc. into an empty place and leave it there for a short time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to park"
to pick up

to let a person waiting by a road or street to get inside one's vehicle and give them a ride

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick up"
to pull over

to signal or direct a driver to move their vehicle to the side of the road

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pull over"
to collide

to come into sudden and forceful contact with another object or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collide"
accident

a situation where vehicles hit each other or a person is hit by a vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accident"
crash

an accident in which a vehicle, plane, etc. hits something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crash"
to double-park

to park a vehicle alongside another parked vehicle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to double-park"
reverse

the mechanical arrangement of gears or components that enables the opposite or backward movement of a machine or vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reverse"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek