pattern

Σύνθετα Επιρρήματα - Απλοποίηση ή γενίκευση

Βουτήξτε στα αγγλικά σύνθετα επιρρήματα για απλοποίηση ή γενίκευση, όπως "εν ολίγοις" και "με τα πολλά".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Compound Adverbs
in a word

used to provide a single-word summary or description of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in a word"
in conclusion

used to signal the end of a discussion or presentation by summarizing the main points

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in conclusion"
in essence

used to get to the most important parts of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in essence"
in other words

used to provide an alternative or clearer way of expressing the same idea

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in other words"
in short

in a way that efficiently captures essential details without unnecessary elaboration

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in short"
in summary

used to provide a brief and straightforward explanation of the main points or ideas

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in summary"
to put it simply

used to introduce a simplified version of a statement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put it (simply|mildly|briefly)"
all in all

used to provide a general summary of a situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all in all"
by and large

used to indicate that something is mostly the case or generally true

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "by and large"
for the most part

used to indicate that something is generally true or applies in the majority of cases

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for the most part"
on the whole

used to provide a general assessment of a situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on the whole"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek