pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου A2 - Ταξίδια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα ταξίδια, όπως "διακοπές", "κράτηση" και "ταξίδι", προετοιμασμένες για μαθητές Α2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR A2 Vocabulary
vacation

a span of time which we do not work or go to school, and spend traveling or resting instead, particularly in a different city, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacation"
adventure

an exciting or unusual experience, often involving risk or physical activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adventure"
journey

the act of travelling between two or more places, especially when there is a long distance between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journey"
cruise

a journey taken by a ship for pleasure, especially one involving several destinations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruise"
trip

a journey that you take for fun or a particular reason, generally for a short amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trip"
foreign

related or belonging to a country or region other than your own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
foreigner

a person who lives in a country where they are not a citizen or permanent resident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreigner"
motel

a hotel near the road suitable for people who are on a road trip, usually with rooms arranged in a row and parking places outside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motel"
cancelation

the act of stopping a planned event from happening or an order for something from being completed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cancelation"
reservation

the act of arranging something, such as a seat or a hotel room to be kept for you to use later at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reservation"
to reserve

to arrange something to be kept for later use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reserve"
visa

an official mark on someone's passport that allows them to enter or stay in a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visa"
to stay

to live somewhere for a short time, especially as a guest or visitor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stay"
postcard

‌a card that usually has a picture on one side, used for sending messages by post without an envelope

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "postcard"
souvenir

something that we usually buy and bring back for other people from a place that we have visited on vacation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "souvenir"
to visit

to go somewhere for a short time, especially to see something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to visit"
to sightsee

to visit interesting and well-known places

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sightsee"
to check in

to confirm your presence or reservation in a hotel or airport after arriving

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check in"
to check out

to leave a hotel after returning your room key and paying the bill

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check out"
abroad

in or traveling to a different country

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abroad"
to change

to move from a vehicle, airplane, etc. to another in order to continue a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to change"
to fly

to travel or cross something in an aircraft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fly"
to land

to arrive and rest on the ground or another surface after being in the air

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to land"
to take off

to leave a surface and begin flying

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
schedule

a list or chart that shows the times at which trains, buses, planes, etc. leave and arrive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schedule"
to wander

to move in a relaxed or casual manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wander"
arrival

the act of arriving at a place from somewhere else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrival"
departure

the act of leaving, usually to begin a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "departure"
customs

the place at an airport or port where passengers' bags are checked for illegal goods as they enter a country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customs"
ride

a journey on a horse, bicycle, or automobile

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ride"
to leave

to go away from somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
to arrive

to reach a location, particularly as an end to a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to arrive"
to cancel

to decide or tell that something arranged before will now not happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cancel"
to reach

to get to your planned destination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reach"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek