pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου A2 - Σχολείο και Εκπαίδευση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το σχολείο και την εκπαίδευση, όπως "μάθημα", "μείζονα" και "θέμα", προετοιμασμένες για μαθητές Α2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR A2 Vocabulary
course

a series of lessons or lectures on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "course"
lesson

a part of a book that is intended to be used for learning a specific subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lesson"
subject

a branch or an area of knowledge that we study at a school, college, or university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subject"
level

a person's performance or capability in comparison to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "level"
semester

each of the two periods into which a year at schools or universities is divided

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semester"
major

the main subject or course that a student studies at a university or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "major"
classmate

someone who is or was in the same class as you at school or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classmate"
partner

a person we do a particular activity with, such as playing a game

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partner"
dictionary

a book or electronic resource that gives a list of words in alphabetical order and explains their meanings, or gives the equivalent words in a different language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dictionary"
exam

a way of testing how much someone knows about a subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exam"
test

an examination that consists of a set of questions, exercises, or activities to measure someone’s knowledge, skill, or ability

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "test"
practice

the act of repeatedly doing something to become better at doing it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practice"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
problem

a question that can be answered by mathematics or logical thinking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "problem"
to solve

to find an answer or solution to a question or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to solve"
grade

a letter or number given by a teacher to show how a student is performing in class, school, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grade"
project

a particular task involving careful study of a subject, done by school or college students

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "project"
research

a careful and systematic study of a subject to discover new facts or information about it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "research"
summary

a brief account or statement, that gives only the main points of something, without mentioning the details

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "summary"
article

a piece of writing about a particular subject on a website, in a newspaper, magazine, or other publication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "article"
page

one side or both sides of a sheet of paper in a newspaper, magazine, book, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "page"
whiteboard

a large board with a smooth white surface that we can write on, especially used for teaching or presentations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whiteboard"
cafeteria

a restaurant, typically in colleges, hospitals, etc. where you choose and pay for your meal before carrying it to a table

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cafeteria"
list

a series of written or printed names or items, typically one below the other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "list"
line

a row of people or things behind each other or next to each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "line"
note

a short piece of writing that helps us remember something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "note"
to pass

to get the necessary grades in an exam, test, course, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass"
to fail

to be unsuccessful in an examination or course

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fail"
present

(of people) being somewhere particular

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "present"
absent

(of people) not present in a place

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absent"
junior

a student who is in the year before the last year of college or high school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "junior"
to focus

to pay full attention to someone or something specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to focus"
freshman

a high-school or university student who is in their first year of education

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freshman"
sophomore

a student at a high school or university in their second year of education

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sophomore"
senior

a student who has one more year to graduate from a university or high school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior"
board

a flat and hard tool made of wood, plastic, paper, etc. that is designed for specific purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "board"
drawing

a picture that was made using pens, pencils, or crayons instead of paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drawing"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek