pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου A2 - Ουσιαστικά αντίθετα επίθετα

Εδώ θα μάθετε μερικά βασικά αγγλικά επίθετα και τα αντίθετά τους, όπως "full and άδεια", "simple and hard", προετοιμασμένα για μαθητές Α2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR A2 Vocabulary
full

having no space left

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full"
empty

with no one or nothing inside

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empty"
necessary

needed to be done for a particular reason or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necessary"
unnecessary

not needed at all or more than what is required

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unnecessary"
simple

not involving difficulty in doing or understanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "simple"
hard

needing a lot of skill or effort to do

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard"
maximum

indicating the greatest or highest possible amount, quantity, or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maximum"
minimum

having the least or smallest amount possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minimum"
near

not far from a place

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "near"
far

not near in time or space

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "far"
common

regular and without any exceptional features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "common"
uncommon

not happening or found often

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncommon"
busy

having so many things to do in a way that leaves not much free time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
free

having no particular plans or tasks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free"
lazy

avoiding work or activity and preferring to do as little as possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lazy"
hardworking

(of a person) putting in a lot of effort and dedication to achieve goals or complete tasks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hardworking"
relaxing

helping our body or mind rest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxing"
stressful

causing mental or emotional strain or worry due to pressure or demands

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stressful"
dumb

struggling to learn or understand things quickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dumb"
comfortable

(of clothes or furniture) making us feel physically relaxed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfortable"
uncomfortable

(of clothes, furniture, etc.) unpleasant to use or wear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncomfortable"
direct

going from one place to another in a straight line without stopping or changing direction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "direct"
indirect

not going in a straight line or the shortest way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indirect"
special

different or better than what is normal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "special"
ordinary

not unusual or different in any way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinary"
famous

known by a lot of people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famous"
unknown

not known by many people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unknown"
deep

having a great distance from the surface to the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deep"
shallow

having a short distance from the surface to the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shallow"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek