pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Ηλικία και εμφάνιση

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για την ηλικία και την εμφάνιση, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
preteen

related to the age group typically ranging from about 9 to 12 years old

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preteen"
nonagenarian

having an age between 90 to 99 years old

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonagenarian"
octogenarian

having an age between 80 and 89 years old

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "octogenarian"
centenarian

having reached over the age of 100 years old

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "centenarian"
pubescent

relating to or in the stage of puberty

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pubescent"
doddering

physically or mentally trembling due to old age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doddering"
geriatric

relating to old age or the aging process

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "geriatric"
over-the-hill

describing someone or something that is considered past their prime or at an advanced age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "over-the-hill"
venerable

worthy of great respect and admiration due to being extremely old or aged

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venerable"
beauteous

(literary) beautiful and pleasant to the sight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beauteous"
ravishing

extremely attractive and pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ravishing"
foxy

(of a woman) sexually appealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foxy"
resplendent

dazzling, radiant, or magnificent in appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resplendent"
pulchritudinous

characterized by physical beauty and attractiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pulchritudinous"
fetching

attractive in a way that catches the eye

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fetching"
comely

(especially of a woman) having a pleasant and attractive appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comely"
bewitching

strongly charming

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bewitching"
unprepossessing

lacking appeal or noticeability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprepossessing"
ill-favored

unattractive or unpleasant in appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ill-favored"
uninviting

not attractive, welcoming, or appealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uninviting"
uncomely

unattractive or lacking in beauty or grace

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncomely"
chiseled

(typically of a man) having well-defined and sharply contoured facial features, often giving the impression of strength and attractiveness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chiseled"
dowdy

(of a woman) unfashionable, unattractive, or lacking in style and elegance, often due to outdated clothing choices or a conservative appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dowdy"
dashing

stylish, attractive, and confident

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dashing"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek