pattern

Αγγλικά και Γνώση του Κόσμου για το ACT - Ανθρώπινο Κίνημα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την ανθρώπινη κίνηση, όπως "ingress", "wade", "trudge" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε ACTs σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for English and World Knowledge
to strut

to walk in a proud or self-assured manner, with the body held upright and the chest puffed out

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strut"
to stagger

to move unsteadily or with difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stagger"
to tromp

to move heavily or clumsily, often with loud, heavy footsteps

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tromp"
to squirm

to move in an uncomfortable or restless manner with twisting or contorted motions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squirm"
to trudge

to walk slowly and with heavy steps, especially due to exhaustion, difficulty, or adverse conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trudge"
to wander

to move in a relaxed or casual manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wander"
to stray

to wander off or deviate from the intended or established path

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stray"
to trek

to go for a long walk or journey, particularly in the mountains, forests, etc. as an adventure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trek"
to glide

to move smoothly and effortlessly through the air or on a surface with little or no propulsion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to glide"
to skip

to jump quickly and slightly while walking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skip"
to tremble

to move or jerk quickly and involuntarily, often due to fear, excitement, or physical weakness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tremble"
to shiver

to slightly shake as a result of feeling cold, scared, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shiver"
to shudder

to tremble or shake involuntarily, often as a result of fear, cold, or excitement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shudder"
to approach

to go close or closer to something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approach"
to retire

to withdraw or move back from a current position, often in response to a threat or change in conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retire"
to bypass

to navigate around or avoid something by taking an alternative route or direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bypass"
to jog

to run at a steady, slow pace, especially for exercise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jog"
to waddle

to walk with short, clumsy steps and a swaying motion from side to side, typically as a result of being overweight or having short legs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waddle"
ascent

the act or process of moving upward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ascent"
descent

a movement or action of coming or going downward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "descent"
to roam

to go from one place to another with no specific destination or purpose in mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roam"
to outstrip

to move faster in comparison to other things or people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outstrip"
to scale

to climb and reach the summit or the peak of a height

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scale"
to rappel

to descend a steep cliff or rock face by sliding down a rope, typically using specialized equipment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rappel"
to tramp

to journey on foot, often covering great distances with a sense of purpose or exploration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tramp"
to scuttle

to move quickly and with short, hasty steps

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scuttle"
to sprint

to run very fast for a short distance, typically as a form of exercise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sprint"
to flinch

to make a quick and involuntary movement in response to a surprise, pain, or fear

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flinch"
to wade

to walk in shallow water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wade"
to circumnavigate

to travel all the way around something, especially the globe, by sea, air, or land

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circumnavigate"
ingress

the act or process of entering or gaining access to a place, typically a building, area, or location

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingress"
navigation

the process or activity of planning and controlling the movement of a vehicle or vessel from one place to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "navigation"
departure

the act of leaving, usually to begin a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "departure"
egress

the act or process of exiting or leaving a place, typically a building, area, or location

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egress"
sluggish

moving, responding, or functioning at a slow pace

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sluggish"
rambling

wandering or roaming without a specific destination or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rambling"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek