pattern

Αγγλικά και Γνώση του Κόσμου για το ACT - Placement

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την τοποθέτηση, όπως "aloft", "stationary", "mount" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for English and World Knowledge
to situate

to place something in a particular position or setting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to situate"
to deposit

to place or fix something in a specific location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deposit"
to align

to arrange or position things or elements in a straight line or in a coordinated manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to align"
to pinpoint

to precisely locate or identify something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pinpoint"
to superimpose

to place or lay something over something else, typically to create a combined or layered effect

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to superimpose"
to embed

to firmly and deeply fix something in something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embed"
to insert

to place or add something into a specific space or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to insert"
to overlay

to cover one thing over another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overlay"
to repose

to place something down flat or horizontally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repose"
to dislodge

to forcefully remove something that is stuck or fixed in a particular position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dislodge"
to displace

to move something from its usual position or location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to displace"
to transpose

to change the position or order of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transpose"
to hover

(of a bird, aircraft, etc.) to remain at one place in midair

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hover"
to droop

to bend downward or sag under the influence of gravity or due to lack of support or tension

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to droop"
to squat

to go to a position in which the knees are bent and the back of thighs are touching or very close to one's heels

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squat"
to ensconce

to establish one's place or position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensconce"
to dangle

to hang or swing loosely and freely, especially from one end or point

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dangle"
to crouch

to sit on one's calves and move the chest close to one's knees

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crouch"
to drape

to arrange or hang something loosely and artistically over a surface or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drape"
to mount

to secure, attach, or affix an item onto a surface or framework

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mount"
to suspend

to hang something so that it dangles freely without support from below

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suspend"
to flank

to be positioned at the side or edge of something, typically for protection, support, or observation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flank"
to nest

to fit or place one thing snugly inside another, often in layers or concentric arrangements

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nest"
to snuggle

to arrange or settle someone or something in a warm, cozy, or affectionate manner, typically by enclosing them closely for warmth or comfort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snuggle"
to girdle

to encircle or surround something and create a boundary or perimeter around it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to girdle"
to erect

to lift, position, and fix something into an upright or vertical position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erect"
to straddle

to span or extend across a particular area

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to straddle"
elevation

the height or distance of an object or geographical feature above a specified reference point, typically measured from sea level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elevation"
altitude

the distance between an object or point and sea level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "altitude"
proximity

the immediate surrounding or area that is near or close around a person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proximity"
arrangement

the specific way things are positioned relative to each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrangement"
disposal

the act or process of arranging or positioning things in a particular way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disposal"
layout

the specific way by which a building, book page, garden, etc. is arranged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "layout"
superposition

the act or process of placing one object or entity directly above or on top of another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superposition"
whereabouts

the specific location or position of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whereabouts"
orientation

the position in relation to geographical or directional references

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orientation"
vicinity

the area near or surrounding a particular place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vicinity"
precinct

a commercial area in a city or a town that is closed to traffic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precinct"
environs

the surrounding area or district, especially the suburbs or outskirts of a city or town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environs"
fringe

the marginal, or outer part of something, such as an area, activity, or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fringe"
locus

the specific place or scene where an event or action occurs, especially used to denote the exact location of a meeting or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "locus"
interstice

a space between or inside things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interstice"
dislocation

an event or incident that leads to the displacement or disruption of something from its usual or intended position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dislocation"
configuration

the specific arrangement or grouping of parts or elements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "configuration"
adjacent

situated next to or near something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjacent"
contiguous

sharing a common border or touching at some point

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contiguous"
stationary

not moving or changing position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stationary"
static

remaining still, with no change in position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "static"
slanted

describing a position or direction that is inclined or angled

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slanted"
outermost

located at the farthest point from the center or inside of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outermost"
innermost

related to the deepest or most central point within a physical context

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innermost"
opposable

able to be positioned opposite to something else, particularly hands or fingers that can grip and hold things well

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opposable"
isolated

(of a place or building) far away from any other place, building, or person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "isolated"
outspread

extended or spread out over a wide area or surface

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outspread"
remote

far away in space or distant in position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remote"
sparse

small in amount or number while also unevenly and thinly scattered

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sparse"
immovable

(of an object) impossible to be placed elsewhere

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immovable"
aloft

up in the air or above ground level

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aloft"
positional

relating to or characterized by position or placement, particularly in a physical or spatial sense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "positional"
elsewhere

at, in, or to another place

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elsewhere"
inversion

the act of turning something upside down or placing it in a vertical position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inversion"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek