pattern

Μαθηματικά και Αξιολόγηση ACT - Αλλαγή

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την αλλαγή, όπως "δυναμικό", "κυμαινόμενο", "ταλαντεύομαι" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Math and Assessment
to alter

to cause something to change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alter"
to transform

to change the appearance, character, or nature of a person or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transform"
to convert

to change the form, purpose, character, etc. of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convert"
to evolve

to develop from a simple form to a more complex or sophisticated one over an extended period

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evolve"
to adapt

to change something in a way that suits a new purpose or situation better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adapt"
to revolutionize

to change something in a significant or fundamental way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to revolutionize"
to stabilize

to make something steady and prevent it from fluctuating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stabilize"
to distort

to change the shape or condition of something in a way that is no longer clear or natural

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distort"
to redress

to do something in order to make up for a wrongdoing or to make things right

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to redress"
to remedy

to correct or improve a situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remedy"
to mitigate

to lessen something's seriousness, severity, or painfulness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mitigate"
to refine

to make something less intense, forceful, or vigorous

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refine"
to fine-tune

to make very precise adjustments, usually small ones, to improve or perfect something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fine-tune"
to oscillate

to move back and forth in a regular rhythm between two or more states, positions, or opinions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oscillate"
to defuse

to make a situation less tense or dangerous by calming emotions or reducing the likelihood of conflict or violence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defuse"
to skyrocket

to increase rapidly and dramatically, often referring to prices, numbers, or success

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skyrocket"
to escalate

to become much worse or more intense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to escalate"
to curtail

to place limits or boundaries on something to reduce its scope or size

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to curtail"
to render

to cause something to develop into a particular state, condition, or quality

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to render"
to disintegrate

to break or lose structure and unity over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disintegrate"
to deteriorate

to decline in quality, condition, or overall state

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deteriorate"
to fluctuate

to vary or waver between two or more states or amounts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fluctuate"
to transition

to make something change from a particular state, condition or position to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transition"
enlargement

the action of making something bigger in size, quantity, or scope

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enlargement"
upheaval

a sudden and significant change or disruption, especially in relation to politics or social conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upheaval"
surge

an abrupt increase in something's number or amount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surge"
abrupt

describing something that happens suddenly, often with sharp or noticeable changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abrupt"
constant

remaining unchanged and stable in degree, amount, or condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "constant"
volatile

prone to unexpected and sudden changes, usually gets worse or dangerous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volatile"
dynamic

characterized by continuous and often rapid change or progress

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dynamic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek