pattern

Μαθηματικά και Αξιολόγηση ACT - Ποσότητα και Μέρη

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την ποσότητα και τα partitives, όπως "scarce", "ample", "paucity" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Math and Assessment
bulk

the major portion or greater part of something, often referring to the size or quantity of an object or substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulk"
spate

an amount or number that is considered to be large

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spate"
array

a group of numbers, mathematical symbols or values, arranged in columns and rows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "array"
assortment

a group of various kinds or categories of items or people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assortment"
myriad

a vast and varied quantity of things or people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "myriad"
slew

something in large amounts or numbers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slew"
batch

a number of things or people considered as a group or set

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "batch"
shoal

a large number of fish swimming together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoal"
host

a large crowd of people or collection of things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "host"
plethora

a great or excessive number or amount of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plethora"
sheaf

a collection of items, typically papers or stalks of grain, bound together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sheaf"
pod

a small group of marine mammals that swim together, such as whales or dolphins

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pod"
panel

a group of people with special skills or knowledge who have been brought together to discuss, give advice, or make a decision about an issue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "panel"
thereabouts

approximately at or close to a specified time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thereabouts"
proliferation

a sudden and fast growth or increase in something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proliferation"
infinitude

an immeasurably large quantity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infinitude"
reckoning

the action of calculating, counting, or estimating something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reckoning"
profusion

an unusually or even luxuriously large volume of people or things concentrated into an area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profusion"
abundance

a large quantity or amount of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abundance"
paucity

a lacking amount or number of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paucity"
shortfall

the gap between the quantity or amount that is needed or expected and what is actually available

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shortfall"
explosion

a rapid, unexpected, and considerable rise in something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "explosion"
scale

the size, amount, or degree of one thing compared with another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scale"
proportion

the result obtained when one quantity considered in relation to the whole

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proportion"
numerous

indicating a large number of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "numerous"
ample

more than enough to meet the needs or exceed expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ample"
innumerable

impossible to be individually counted or named due to their overwhelming quantity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innumerable"
bountiful

existing in large amounts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bountiful"
approximate

close to a certain quality or quantity, but not exact or precise

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approximate"
inadequate

not having the required amount or quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inadequate"
insufficient

not enough in degree or amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insufficient"
finite

having measurable limits or boundaries

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finite"
scarce

existing in smaller amounts than what is needed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scarce"
plentiful

available in large quantity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plentiful"
overall

including or considering everything or everyone in a certain situation or group

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overall"
binary

pertaining to or involving of two distinct elements or parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "binary"
prolific

existing in great amounts or numbers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prolific"
cumulative

increasing gradually as more and more is added

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cumulative"
multifarious

containing numerous diverse parts or aspects

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multifarious"
virtually

to an almost complete degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virtually"
solely

with no one or nothing else involved

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solely"
exclusively

in a manner that is only available to a particular person, group, or thing

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exclusively"
sparingly

in a limited or controlled manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sparingly"
to round

to approximate a numerical value by adjusting it to the nearest convenient or significant digit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to round"
to abound

to be plentiful or to exist in large quantities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abound"
to approximate

to make a rough guess about quantities or time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approximate"
to number

to control or restrict something to a specified amount or level

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to number"
to peak

to reach the highest level, point, or intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to peak"
to outnumber

to be greater in number than someone or something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outnumber"
to gauge

to roughly estimate quantities or time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gauge"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek