pattern

Ανθρωπιστικές Επιστήμες ACT - Παρατυπία και παραλογισμός

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την παρατυπία και τον παραλογισμό, όπως "sporadic", "absurd", "fluke" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for Humanities
peculiarity

a feature that sets something or someone apart

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peculiarity"
novelty

the quality of being noticeably new or different

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novelty"
fluke

a surprising piece of good luck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluke"
coincidental

happening unexpectedly and without deliberate planning or foresight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coincidental"
exotic

exciting or beautiful because of having qualities that are very unusual or different

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exotic"
quaint

curiously distinct, unique, or unusual

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quaint"
eccentric

behaving in a manner that is considered strange and unconventional

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eccentric"
accidental

occurring unexpectedly or without prior planning

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accidental"
sporadic

occurring from time to time, in an irregular manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sporadic"
deviant

departing from established customs, norms, or expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deviant"
atypical

irregular and uncommon in a group, type, or class

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atypical"
distinctive

possessing a quality that is noticeable and different

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distinctive"
newfangled

recently invented or introduced, often implying novelty over practicality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "newfangled"
bizarre

very strange or unusual in a way that surprises or confuses people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bizarre"
unprecedented

never having existed or happened before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unprecedented"
unparalleled

having no equal or match due to excellence and uniqueness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unparalleled"
idiosyncratic

having unique characteristics or behaviors that are distinct to an individual or a particular group

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idiosyncratic"
infrequent

happening at irregular intervals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infrequent"
abnormal

different from what is usual or expected, often indicating an irregularity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abnormal"
improbably

in a manner that is unlikely to happen or occur

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "improbably"
occasionally

not on a regular basis

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasionally"
irrational

not based on reason, logic, or evidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrational"
unfounded

not based on fact or evidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfounded"
absurd

extremely unreasonable or illogical, often to the point of being ridiculous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "absurd"
fantastical

strangely unbelievable or bizarre

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fantastical"
supernatural

beyond what is natural or explainable by natural laws, often attributed to divine or mystical forces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supernatural"
laughable

so absurd or ridiculous that it provokes laughter

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laughable"
ridiculous

extremely silly or unreasonable and deserving to be laughed at

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ridiculous"
inconceivable

too unlikely to believe or imagine

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconceivable"
preposterous

contrary to reason or common sense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preposterous"
outlandish

unconventional or strange in a way that is striking or shocking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlandish"
paranormal

beyond the scope of normal scientific understanding or explanation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paranormal"
counterintuitive

contradictory to the expectations that are formed on common sense or intuition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counterintuitive"
arbitrary

not based on reason but on chance or personal impulse, which is often unfair

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arbitrary"
surreal

unusual in a way that resembles a dream more than reality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surreal"
ludicrous

unreasonable or exaggerated to the point of being laughable or ridiculous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ludicrous"
perversity

the intentional deviation from what is considered right or good

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perversity"
paradox

a logically contradictory statement that might actually be true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paradox"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek