pattern

Χερσαία Μεταφορά - Οικιστικοί και Αγροτικοί Χώροι

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με οικιστικούς και αγροτικούς χώρους, όπως «alley», «driveway» και «χωμάτινος δρόμος».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
crescent

a curved or semicircular road or thoroughfare typically lined with buildings on one side or forming a partial circle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crescent"
avenue

a wide straight street in a town or a city, usually with buildings and trees on both sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "avenue"
alley

a narrow passage between or behind buildings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alley"
court

a narrow passage or enclosed area often found between buildings or alongside them in urban settings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "court"
forecourt

the outer or front court of a building or of a group of buildings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forecourt"
dead end

a street with no exit, closed at one end

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dead end"
cul-de-sac

a street with one closed end

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cul-de-sac"
approach

the path or route leading to a place or destination

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approach"
driveway

a private path or road that leads from the street to a house, building, etc., typically used for vehicle access and parking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driveway"
garage

a building, usually next or attached to a house, in which cars or other vehicles are kept

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garage"
block

an area in a city or town that contains several buildings and is surrounded by four streets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "block"
back street

a minor street typically located behind main streets, often less busy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "back street"
backroad

a small, often rural road that is less traveled and not as well maintained as main roads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backroad"
corduroy

a rural road or track made from logs laid side by side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corduroy"
country lane

a narrow road in the countryside, often surrounded by fields or woods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "country lane"
dirt road

a pathway made of natural materials like soil or gravel, typically found in rural or less developed areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dirt road"
farm-to-market road

a roadway specifically designated for transporting agricultural products from farms to nearby markets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "farm-to-market road"
agricultural road

a pathway specifically constructed to facilitate access to farmland and rural areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agricultural road"
green lane

a rural or unpaved road, often used for walking, cycling, or driving, providing access to natural areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green lane"
footpath

a narrow path for people to walk along, often found in rural or suburban areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "footpath"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek