pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Μιλώντας για Αισθήσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με το να μιλάμε για αισθήσεις, όπως «οξεία», «οσμή», «αίσθημα» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
acute

(of senses) highly-developed and very sensitive

οξύς, υπερευαίσθητος

οξύς, υπερευαίσθητος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acute"
to assail

(of feelings or sensations) to worry or upset someone suddenly and profoundly

επιτίθεμαι, καταβάλλω

επιτίθεμαι, καταβάλλω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assail"
keen

(of senses) sharp and highly-developed

οξύς, αιχμηρός

οξύς, αιχμηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keen"
to perceive

to realize through the senses

αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεων

αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεων

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perceive"
perception

the ability to become conscious of something through the five senses

αντίληψη, πεποίθηση

αντίληψη, πεποίθηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perception"
sensation

a physical perception caused by an outside stimulus or something being in touch with the body

αίσθηση, εντύπωση

αίσθηση, εντύπωση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensation"
sense

any of the five natural abilities of sight, hearing, smell, touch, and taste

αίσθηση, νόημα

αίσθηση, νόημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sense"
sense organ

a part of the body that helps someone perceive their surroundings

αισθητήριο όργανο, όργανο αίσθησης

αισθητήριο όργανο, όργανο αίσθησης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sense organ"
sensory

relating to any of the five senses

αισθητηριακός, αισθητικός

αισθητηριακός, αισθητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensory"
to smell

to recognize or become aware of a particular scent

μυρίζω, εισπνέω

μυρίζω, εισπνέω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smell"
obvious

noticeable and easily understood

προφανής, φαεινός

προφανής, φαεινός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obvious"
apparent

easy to see or notice

φαινομενικός, φάνταστος

φαινομενικός, φάνταστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apparent"
clarity

the quality of being easily heard or seen

σαφήνεια, καθαρότητα

σαφήνεια, καθαρότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clarity"
marked

clear and easy to notice

εμφανής, ξεκάθαρος

εμφανής, ξεκάθαρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marked"
conspicuous

standing out and easy to see or notice

εντυπωσιακός, αξιοσημείωτος

εντυπωσιακός, αξιοσημείωτος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conspicuous"
detectable

able to be noticed or discovered

ανιχνεύσιμος, εντοπίσιμος

ανιχνεύσιμος, εντοπίσιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detectable"
distinct

easily noticeable or perceived by senses

διακριτός, ξεχωριστός

διακριτός, ξεχωριστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distinct"
faint

difficult to see, hear, smell, etc.

αμυδρός, αχνός

αμυδρός, αχνός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "faint"
invisible

not capable of being seen with the naked eye

αόρατος, ανείκαστος

αόρατος, ανείκαστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invisible"
subtle

difficult to notice or detect because of its slight or delicate nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subtle"
dominant

having superiority in power, influence, or importance

κυρίαρχος, επικρατών

κυρίαρχος, επικρατών

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dominant"
ill-defined

described in a vague or unclear way

κακώς καθορισμένος, αόριστος

κακώς καθορισμένος, αόριστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ill-defined"
dim

lacking brightness or sufficient light

σκοτεινός, θαμπός

σκοτεινός, θαμπός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dim"
defined

described in an exact and clear way

καθορισμένος, ακριβής

καθορισμένος, ακριβής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defined"
focused

producing a very clear sound or image

ευκρινής, καθαρός

ευκρινής, καθαρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "focused"
forward

(of a person) overly confident or direct in behavior

αυθάδης, θαρραλέος

αυθάδης, θαρραλέος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forward"
identifiable

capable of being recognized or distinguished

αναγνωρίσιμος, διακριτός

αναγνωρίσιμος, διακριτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "identifiable"
manifest

easily perceived or understood

παρά σαφής, προφανής

παρά σαφής, προφανής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manifest"
unnoticed

describing something that is not seen or noticed

απαρατήρητος, ανεκτός

απαρατήρητος, ανεκτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unnoticed"
vague

not clear or specific, lacking in detail or precision

αόριστος, αδιάφορος

αόριστος, αδιάφορος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vague"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek