pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Ταξίδι

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα ταξίδια, όπως "layover", "upgrade", "expedition" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
all-inclusive

including everyone or everything, particularly for a single price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all-inclusive"
peak season

the time of year during which people travel a lot and prices are very high

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peak season"
off season

the time of year during which there is not much travel or business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off season"
luxurious

extremely comfortable, elegant, and often made with high-quality materials or features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxurious"
exquisite

exceptionally beautiful, delicate, and well made

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exquisite"
exotic

originating in another country, particularly a tropical one

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exotic"
homestay

an arrangement to live as a foreign vacationer or student in someone's home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homestay"
staycation

a vacation that one spends at or near one's home instead of traveling somewhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "staycation"
outing

a pleasure or educational trip that may last a day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outing"
expedition

a trip that has been organized for a particular purpose such as a scientific or military one or for exploration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expedition"
itinerary

a plan of the route and the places that one will visit on a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itinerary"
tourist class

the lowest class of accommodations offered in a hotel, on a plane or ship

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tourist class"
to upgrade

to provide someone with a better seat on an airplane or a better room in a hotel than the one for which they have paid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to upgrade"
long-haul

traveling over a long distance, particularly when it involves transporting passengers or goods

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long-haul"
to embark

to board a plane or ship

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embark"
layover

a short break or stay in a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "layover"
lost-and-found

a place where lost things are stored until their owners come and collect them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lost-and-found"
camper

someone who spends a vacation living in a tent, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camper"
suite

a series of rooms, particularly in a hotel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suite"
sunburn

pain and redness of the skin caused by overexposure to the sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunburn"
suntan

the darkened or brown color of a person's skin that is caused by spending much time in the sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suntan"
to tan

(of a person or a person's skin) to become darkened or brown as a result of exposure to the sun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tan"
to resort

to go somewhere, particularly frequently or in large numbers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resort"
vacancy

(in a hotel, etc.) an available room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacancy"
touristy

intended for, visited by, or attractive to tourists, in a way that one does not like it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touristy"
twin bedroom

(in a hotel, etc.) a room with two single beds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twin bedroom"
upmarket

used by or intended for wealthy people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upmarket"
complimentary

supplied or given for free

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complimentary"
memorable

easy to remember or worth remembering, particularly because of being different or special

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "memorable"
Godspeed

used for wishing a person good luck, particularly when they want to travel somewhere

[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Godspeed"
motion sickness

an urge to vomit that is caused by motion, particularly when a person is in a moving vehicle such as a car, train, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motion sickness"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek