pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Mathematics

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα μαθηματικά, όπως "παράγοντας", "ακτίνα", "άπειρο" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
diameter

a straight line from one side of a round object, particularly a circle, passing through the center and joining the other side

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diameter"
radius

the length of a straight line drawn from the center of a circle to any point on its outer boundary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radius"
ratio

the relation between two amounts indicating how much larger one value is than the other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ratio"
decimal

(mathematics) a number less than one, called a fraction, that is represented as a period followed by the number of tenths, hundredths, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decimal"
equation

(mathematics) a statement indicating the equality between two values

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equation"
subtraction

the process or act of taking away one number from another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subtraction"
formula

(mathematics) a rule or law represented in symbols, letters, or numbers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formula"
function

(mathematics) a quantity whose value changes according to another quantity's varying value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "function"
factor

(mathematics) one of the numbers that another number can be divided by

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factor"
dividend

(mathematics) the number to be divided in a division problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dividend"
divisor

(mathematics) the number that divides another number in a division problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "divisor"
mathematical

related to or used in mathematics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mathematical"
minimal

very small in amount or degree, often the smallest possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minimal"
numerical

represented in numbers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "numerical"
countless

so numerous that it cannot be easily counted or quantified

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "countless"
endless

very great in number, amount, or size and seeming to be without end or limit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endless"
infinite

(of a math sequence) having the ability to be continued forever

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infinite"
ordinal

a number that indicates the position of something in a sequence, such as third, second, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinal"
bracket

each of the two symbols [ ] used to indicate that the enclosed numbers or words should be considered separately

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bracket"
segment

(geometry) a part of a circle that is separated from the rest by a line

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "segment"
solid

(geometry) a shape that is not two-dimensional because it has height, width, and length

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solid"
to express

(mathematics) to indicate something by a formula, symbol, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to express"
to total

to add up numbers or quantities to find the overall amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to total"
metric system

a standard of measurement that is based on the kilogram, the meter, and the liter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "metric system"
barrel

a unit for measuring oil and beer that equals 42 US gallons or 35 imperial gallons for oil and 36 imperial gallons for beer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barrel"
hectare

a land measurement unit that equals 10000 square meters or 2471 acres

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hectare"
horsepower

a unit for measuring an engine's power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horsepower"
pace

a measure of length that equals the distance traveled between two steps during a walk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pace"
pint

a measure equal to 16 fluid ounces, often used for measuring liquids such as beer or milk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pint"
proof

a scale for measuring the strength of alcoholic beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proof"
quart

a unit of volume measurement the United States for liquids, equal to 32 fluid ounces or approximately 946 milliliters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quart"
score

a set or group of twenty or approximately twenty people or things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "score"
miles per hour

the distance traveled in miles in relation to the time passed when doing so

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miles per hour"
value

(mathematics) an amount that is shown by a sign or letter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "value"
variable

(mathematics) a quantity that is capable of assuming different values in a calculation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek