pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Αλλαγές και Επιπτώσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με τις αλλαγές και τις επιπτώσεις, όπως "επιτάχυνση", "εκτιμώ", "μετατροπή" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
to accelerate

to rise in amount, rate, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accelerate"
to accumulate

to collect an increasing amount of something over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accumulate"
to appreciate

(of value or price) to gradually rise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appreciate"
to bring about

to be the reason for a specific incident or result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring about"
to convert

to change into a different form or to change into something with a different use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convert"
to deteriorate

to decline in quality, condition, or overall state

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deteriorate"
to ensue

to happen following something or as a result of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ensue"
to grow

to become greater in size, amount, number, or quality

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow"
to induce

to trigger a particular event, condition, or response

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to induce"
to plunge

(of prices, values, temperature, etc.) to suddenly decrease in a significant amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plunge"
to provoke

to give rise to a certain reaction or feeling, particularly suddenly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to provoke"
to rally

(particularly of share prices or currencies) to rise after a decline

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rally"
to rocket

(of a price, amount, etc.) to increase suddenly and significantly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rocket"
to sink

to drop in value, amount, strength, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sink"
to stem from

to originate from a particular source or factor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stem from"
to surge

(of prices, shares, etc.) to abruptly and significantly increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surge"
to underlie

to serve as the foundation or primary cause for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underlie"
to shoot up

(of an amount or price) to increase rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoot up"
to swap

to give something to a person and receive something else in return

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swap"
adverse

against someone or something's advantage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adverse"
causal

related to the relationship between two things in which one is the cause of the other

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "causal"
causative

being the reason behind the occurrence of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "causative"
consequent

occurring as a result of something particular

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consequent"
influential

able to have much impact on someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "influential"
irreversible

unable to be undone, changed, or corrected once something has occurred

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irreversible"
marginal

having limited significance or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marginal"
substantial

significant in amount or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substantial"
thereby

used to indicate how something is achieved or the result of an action

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thereby"
aftermath

the situation that follows a very unpleasant event such as a war, natural disaster, accident, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aftermath"
contributor

a factor that helps to make something happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contributor"
downturn

a drop in market and business activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "downturn"
leap

a sharp increase in something, such as price, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leap"
recovery

an improvement in something particular

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recovery"
side effect

a result of a situation or action that was not meant to happen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side effect"
to weather

to experience a change in terms of color, shape, etc. due to the effect or influence of the sun, wind, or rain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weather"
to weather

to make something change in terms of color, shape, etc. due to the effect or influence of the sun, wind, or rain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to weather"
meaningful

having a significant purpose or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meaningful"
to rehash

to discuss, consider, or deal with again, usually with the aim of resolving something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rehash"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek