pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Ιστορία και τεχνουργήματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την ιστορία και τα τεχνουργήματα, όπως "carriage", "dungeon", "abolition" κ.λπ. που προετοιμάζονται για τους μαθητές του C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
archive

a place or a collection of records or documents of historical importance

αρχεία, αρχείο

αρχεία, αρχείο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archive"
bibliography

the study of books' history, their classification, production, editions, etc.

βιβλιογραφία, βιβλιοθηκονομία

βιβλιογραφία, βιβλιοθηκονομία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bibliography"
abolition

the act of formally and completely ending a system, practice, institution, or law

κατάργηση,  abolismós

κατάργηση, abolismós

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abolition"
battlefield

an area where a battle is being or was fought

μάχη, πεδίο μάχης

μάχη, πεδίο μάχης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battlefield"
shield

a large piece of armor made of strong material, carried on the arm by soldiers in the past

ασπίδα, προστασία

ασπίδα, προστασία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shield"
spear

a weapon with a long handle and a metal pointed tip, used for fighting and fishing in the past

λόγχη, δόρυ

λόγχη, δόρυ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spear"
tomahawk

a small-sized ax used by Native Americans for fighting or as a tool

τομάχο (tomácho), μάχαιρα (máchaira)

τομάχο (tomácho), μάχαιρα (máchaira)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tomahawk"
bow

a curved weapon joined at both ends by a string, capable of shooting arrows

τόξο, τοξο

τόξο, τοξο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bow"
dagger

a short weapon with a pointed blade

μαχαίρι, στιλέτο

μαχαίρι, στιλέτο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dagger"
cannon

a large and powerful gun that was used in the past to fire stone or metal balls

κανόνι, πολιορκητικό πυροβόλο

κανόνι, πολιορκητικό πυροβόλο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cannon"
carriage

a vehicle with usually four wheels, pulled by one or more horses

άμαξα, καρότσα

άμαξα, καρότσα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carriage"
chariot

a vehicle with two wheels, drawn by horses, used in ancient times for warfare and racing

άμαξα, αρματοδρομία

άμαξα, αρματοδρομία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chariot"
dungeon

an underground room in which prisoners were confined, particularly in a castle

κάτεργο, υπόγεια φυλακή

κάτεργο, υπόγεια φυλακή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dungeon"
fort

a building or group of buildings used by troops to protect an area

φρούριο, κάστρο

φρούριο, κάστρο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fort"
conqueror

someone who forcibly takes control of a city or country and its citizens

κατακτητής, νικητής

κατακτητής, νικητής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conqueror"
successor

a person or thing that is next in line to someone or something else

διάδοχος, υποδιάδοχος

διάδοχος, υποδιάδοχος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successor"
reign

the period that a monarch rules

βασιλεία, βασιλεία του μονάρχη

βασιλεία, βασιλεία του μονάρχη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reign"
to crown

to place a crown on someone's head in a ceremony so that person officially becomes a king or queen

στεφανώνω, κοροναίνω

στεφανώνω, κοροναίνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crown"
peasant

a farmer who owns or rents a small piece of land, particularly in the past or in poorer countries

αγρότης, χωρικός

αγρότης, χωρικός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peasant"
primitive

characteristic of an early stage of human or animal evolution

πρωτόγονος, αρχαίος

πρωτόγονος, αρχαίος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primitive"
datable

able to be dated to a specific time

χρονολογήσιμος, χρονολογούμενος

χρονολογήσιμος, χρονολογούμενος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "datable"
prehistoric

relating or belonging to the time before history was recorded

προϊστορικός, προϊστορική

προϊστορικός, προϊστορική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prehistoric"
ice age

one of the periods in history when ice covered large parts of the world

παγετώδης εποχή, Εποχή του πάγου

παγετώδης εποχή, Εποχή του πάγου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ice age"
Stone age

the early period of human history when people used things such as stone, horn, bone, etc. to make tools

Παλαιολιθική εποχή, Λιθλιθική εποχή

Παλαιολιθική εποχή, Λιθλιθική εποχή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Stone age"
Bronze Age

the period when iron was not discovered and people used bronze to make tools

Χαλκολιθική Εποχή (Chalkolithiki Epohi), Εποχή του Χαλκού (Epohi tou Chalkou)

Χαλκολιθική Εποχή (Chalkolithiki Epohi), Εποχή του Χαλκού (Epohi tou Chalkou)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Bronze Age"
Iron Age

the period that began about 1100 BC when people used iron tools for the first time

Σιδηρᾶ Εποχή, Εποχή του Σιδήρου

Σιδηρᾶ Εποχή, Εποχή του Σιδήρου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Iron Age"
golden age

a period of great prosperity and success, particularly in the past

χρυσός αιώνας, χρυσή εποχή

χρυσός αιώνας, χρυσή εποχή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "golden age"
medieval

belonging or related to the Middle Ages, the period in European history from roughly the 5th to the 15th century

μεσαιωνικός, μεσαιωνική

μεσαιωνικός, μεσαιωνική

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medieval"
Enlightenment

a philosophical movement in the late 17th and 18th centuries that emphasized reason and science were of more importance than tradition and religion

Φιλοσοφικός Διαφωτισμός, Εποχή του Διαφωτισμού

Φιλοσοφικός Διαφωτισμός, Εποχή του Διαφωτισμού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Enlightenment"
civil war

a war that is between people who are in the same country

εμφύλιος πόλεμος, εσωτερικός πόλεμος

εμφύλιος πόλεμος, εσωτερικός πόλεμος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civil war"
colonial

related to a country that controls another territory or country

αποικιακός, κωδικοποιημένος

αποικιακός, κωδικοποιημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colonial"
imperial

related to the characteristics or actions of an empire or emperor

αυτοκρατορικός, imperial

αυτοκρατορικός, imperial

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperial"
mythology

a collection of ancient myths, particularly one that belongs to a group of people and their history, etc.

μυθολογία, μύθοι

μυθολογία, μύθοι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mythology"
industrial revolution

the period of time in the 18th and 19th centuries that machines were used for the first time for mass production of goods, started in Britain

Βιομηχανική Επανάσταση, Βιομηχανικός Επαναστατικός Χρόνος

Βιομηχανική Επανάσταση, Βιομηχανικός Επαναστατικός Χρόνος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrial revolution"
pharaoh

a title used for ancient Egyptian rulers

φαραώ, Φαραώς

φαραώ, Φαραώς

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharaoh"
archeology

the study of civilizations of the past and historical periods by the excavation of sites and the analysis of artifacts and other physical remains

αρχαιολογία, αρχαιολογική επιστήμη

αρχαιολογία, αρχαιολογική επιστήμη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archeology"
bloodline

all family members of a person over several generations, particularly a notable person

αίματος γραμμή, γενεαλογία

αίματος γραμμή, γενεαλογία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bloodline"
artifact

a man-made object, tool, weapon, etc. that was created in the past and holds historical or cultural significance

τεχνούργημα, κατασκευαστικό έργο

τεχνούργημα, κατασκευαστικό έργο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artifact"
war-torn

(of a country or place) damaged or destroyed severely as an aftermath of war

πολεμοπαθής, κατεστραμμένος από πόλεμο

πολεμοπαθής, κατεστραμμένος από πόλεμο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "war-torn"
ranged weapon

any weapon that is capable of hitting a target at a distance beyond the reach of hands

όπλο μακρού βεληνεκούς, όπλο που πλήττει από απόσταση

όπλο μακρού βεληνεκούς, όπλο που πλήττει από απόσταση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ranged weapon"
melee weapon

a hand-held weapon such as a sword, spear, etc., used when one attacks enemies at a close range

παλαιστική όπλο, κοντινό όπλο

παλαιστική όπλο, κοντινό όπλο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "melee weapon"
machete

a long knife that has a wide and heavy blade, used as a weapon or a tool to cut plants and trees

μαχαίρι (machairi), ματσέτα (macheta)

μαχαίρι (machairi), ματσέτα (macheta)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machete"
spartan

relating to a city-state in ancient Greece called Sparta or its people

σπαρτιατικός, Σπαρτιανός

σπαρτιατικός, Σπαρτιανός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spartan"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek