pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Ουσιαστικά - Κορυφαία 251 - 275 Ουσιαστικά

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 11 της λίστας με τα πιο κοινά ουσιαστικά στα αγγλικά, όπως "tv", "bottom" και "source".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Nouns in English Vocabulary
tonight

the night or evening of the current day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tonight"
human

a person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "human"
theory

a set of ideas intended to explain the reason behind the existence or occurrence of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theory"
weight

the heaviness of something or someone, which can be measured

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weight"
bottom

the lowest part or point of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bottom"
condition

the state of something at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condition"
message

a written or spoken piece of information or communication sent to or left for another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "message"
challenge

a difficult and new task that puts one's skill, ability, and determination to the test

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenge"
source

somewhere, someone, or something that originates something else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "source"
pain

the unpleasant feeling caused by an illness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pain"
store

a shop of any size or kind that sells goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "store"
glass

a container that is used for drinks and is made of glass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glass"
degree

a unit of measurement for temperature, angles, or levels of intensity, such as Celsius degrees or a degree of pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degree"
science

knowledge about the structure and behavior of the natural and physical world, especially based on testing and proving facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "science"
view

a place or an area that can be seen, and is usually beautiful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "view"
feeling

an emotional state or sensation that one experiences such as happiness, guilt, sadness, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feeling"
beginning

the point at which something, such as an event, a story, etc. begins

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beginning"
middle

the part, position, or point of something that has an equal distance from the edges or sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle"
arm

one of the two body parts that is connected to the shoulder and ends with fingers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arm"
page

one side or both sides of a sheet of paper in a newspaper, magazine, book, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "page"
center

the middle part or point of an area or object

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "center"
experiment

a test done to prove the truthfulness of a hypothesis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experiment"
advice

a suggestion or an opinion that is given with regard to making the best decision in a specific situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advice"
sex

the physical activity between individuals involving the sexual organs, done for pleasure or to produce babies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sex"
television

an electronic device with a screen that receives television signals, on which we can watch programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "television"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek