pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Ουσιαστικά - Κορυφαία 351 - 375 Ουσιαστικά

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 15 της λίστας με τα πιο κοινά ουσιαστικά στα αγγλικά, όπως "nation", "shot" και "impact".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Nouns in English Vocabulary
nation

a country considered as a group of people that share the same history, language, etc., and are ruled by the same government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nation"
individual

a single person, particularly when considered as separate from a group, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "individual"
sentence

a group of words that forms a statement, question, exclamation, or instruction, usually containing a verb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sentence"
benefit

an advantage or a helpful effect that is the result of a situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benefit"
shot

the act of firing a firearm or another weapon; the sound it produces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shot"
structure

anything that is built from several parts, such as a house, bridge, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "structure"
impact

an influence or effect that something has on a person, situation, or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impact"
pattern

the way according to which something normally happens or is done

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pattern"
sleep

the natural state of resting that involves being unconscious, particularly for several hours every night

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleep"
hospital

a large building where sick or injured people receive medical treatment and care

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hospital"
object

a non-living thing that one can touch or see

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "object"
career

a profession or a series of professions that one can do for a long period of one's life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "career"
edge

the outer part of an area or object that is furthest from the center

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "edge"
fear

a bad feeling that we get when we are afraid or worried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fear"
customer

a person, organization, company, etc. that pays to get things from businesses or stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customer"
effort

an attempt to do something, particularly something demanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effort"
temperature

a measure of how hot or cold something or somewhere is

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temperature"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
meat

the flesh of animals and birds that we can eat as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meat"
access

the right or opportunity to use something or benefit from it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "access"
charge

the sum of money that needs to be payed for a thing or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charge"
campaign

a series of organized activities that are intended to achieve a particular goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campaign"
mistake

an act or opinion that is wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistake"
instance

a specific case or example of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instance"
text

anything that is in written form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "text"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek