pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Ουσιαστικά - Κορυφαία 451 - 475 Ουσιαστικά

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 19 της λίστας με τα πιο κοινά ουσιαστικά στα αγγλικά όπως "milk", "virus" και "factor".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Nouns in English Vocabulary
freedom

the right to act, say, or think as one desires without being stopped, controlled, or restricted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freedom"
income

the money that is regularly earned from a job or through an investment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "income"
threat

someone or something that is possible to cause danger, trouble, or harm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "threat"
soul

the spiritual part of a person that is believed to be the essence of life in them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soul"
trick

something that is done to deceive someone else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trick"
investment

the act or process of putting money into something to gain profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investment"
factor

one of the things that affects something or contributes to it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factor"
supply

the provided or available amount of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supply"
location

the geographic position of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "location"
strength

the quality or state of being physically or mentally strong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strength"
milk

the white liquid we get from cows, sheep, or goats that we drink and use for making cheese, butter, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "milk"
virus

a microscopic agent that causes disease in people, animals, and plants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virus"
suit

a jacket with a pair of pants or a skirt that are made from the same cloth and should be worn together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suit"
vehicle

a large object with an engine, such as a car or truck, used for transporting people or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vehicle"
wave

a raised body of water that moves along the surface of a sea, river, lake, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wave"
restaurant

a place where we pay to sit and eat a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restaurant"
opinion

your feelings or thoughts about a particular subject, rather than a fact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opinion"
statement

something that is expressed through things one says or writes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "statement"
region

a large area of land or of the world with specific characteristics, which is usually borderless

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "region"
metal

a usually solid and hard substance that heat and electricity can move through, such as gold, iron, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "metal"
topic

a matter that is dealt with in a conversation, text, or study

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "topic"
king

the male ruler of a territorial unit that has a royal family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "king"
queen

the female ruler of a territorial unit that has a royal family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "queen"
salt

a natural, white substance, obtained from mines and also found in seawater that is added to the food to make it taste better or to preserve it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salt"
report

a written description of something that includes pieces of information that someone needs to know

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "report"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek