pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Ουσιαστικά - Κορυφαία 276 - 300 Ουσιαστικά

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 12 της λίστας με τα πιο κοινά ουσιαστικά στα αγγλικά, όπως "window", "call" και "bed".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Nouns in English Vocabulary
window

a space in a wall or vehicle that is made of glass and we use to look outside or get some fresh air

παράθυρο, παράθυρο αυτοκινήτου

παράθυρο, παράθυρο αυτοκινήτου

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "window"
battery

an object that turns chemical energy to electricity to give power to a device or machine

μπαταρία, συσσωρευτής

μπαταρία, συσσωρευτής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battery"
material

a substance from which things can be made

υλικό, πρώτη ύλη

υλικό, πρώτη ύλη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "material"
applause

the noise people make by clapping, and sometimes shouting, in order to express their enjoyment or approval

χειροκροτήματα, επαινετικές εκδηλώσεις

χειροκροτήματα, επαινετικές εκδηλώσεις

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "applause"
evidence

anything that proves the truth or possibility of something, such as facts, objects, or signs

απόδειξη, στοιχείο

απόδειξη, στοιχείο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evidence"
call

the act of talking to someone on the phone or an attempt to reach someone through a phone

κλήση, τηλεφώνημα

κλήση, τηλεφώνημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "call"
attack

an act of violence or aggression against a place or a person

επίθεση, επίθεση (σε κάποιον ή κάτι)

επίθεση, επίθεση (σε κάποιον ή κάτι)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attack"
support

sympathy and assistance that one provides for someone who is facing a difficult or unfortunate situation

υποστήριξη, στήριξη

υποστήριξη, στήριξη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "support"
bed

furniture we use to sleep on that normally has a frame and mattress

κρεβάτι, κλίνη

κρεβάτι, κλίνη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bed"
art

the use of creativity and imagination to express emotions and ideas by making things like paintings, sculptures, music, etc.

τέχνη, καλλιτεχνία

τέχνη, καλλιτεχνία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art"
population

the number of people who live in a particular city or country

πληθυσμός, κοινωνία

πληθυσμός, κοινωνία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "population"
machine

any piece of equipment that is mechanical, electric, etc. and performs a particular task

μηχανή, συσκευή

μηχανή, συσκευή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "machine"
account

an arrangement according to which a bank keeps and protects someone's money that can be taken out or added to

λογαριασμός, τραπεζικός λογαριασμός

λογαριασμός, τραπεζικός λογαριασμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "account"
skill

an ability to do something well, especially after training

δεξιότητα, ικανότητα

δεξιότητα, ικανότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skill"
training

the process during which someone learns the skills needed in order to do a particular job

εκπαίδευση, κατάρτιση

εκπαίδευση, κατάρτιση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "training"
cost

an amount we pay to buy, do, or make something

κόστος, τιμή

κόστος, τιμή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cost"
industry

the manufacture of goods using raw materials, particularly in factories

βιομηχανία, κλάδος

βιομηχανία, κλάδος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industry"
nature

everything that exists or happens on the earth, excluding things that humans make or control

φύση, φυσικός κόσμος

φύση, φυσικός κόσμος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nature"
speed

the rate or pace at which something or someone moves

ταχύτητα, χειρότητα

ταχύτητα, χειρότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed"
mile

a unit of measuring length equal to 1.6 kilometers or 1760 yards

μίλι, μίλια

μίλι, μίλια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mile"
truth

the true principles or facts about something, in contrast to what is imagined or thought

αλήθεια (alítheia), αληθινή κατάσταση (alithiní katástasi)

αλήθεια (alítheia), αληθινή κατάσταση (alithiní katástasi)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truth"
quality

the grade, level, or standard of something's excellence measured against other things

ποιότητα, καλιτέτα

ποιότητα, καλιτέτα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quality"
leader

a person who leads or commands others

ηγέτης, καθοδηγητής

ηγέτης, καθοδηγητής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leader"
culture

the general beliefs, customs, and lifestyles of a specific society

κουλτούρα, πολιτισμός

κουλτούρα, πολιτισμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture"
photograph

a special kind of picture that is made using a camera in order to make memories, create art, etc.

φωτογραφία, φωτογραφικό έργο

φωτογραφία, φωτογραφικό έργο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photograph"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek