pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Ουσιαστικά - Κορυφαία 326 - 350 Ουσιαστικά

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 14 της λίστας με τα πιο κοινά ουσιαστικά στα αγγλικά, όπως "item", "sister" και "ball".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Nouns in English Vocabulary
item

a distinct thing, often an individual object or entry in a list or collection

αντικείμενο, στοιχείο

αντικείμενο, στοιχείο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "item"
success

the fact of reaching what one tried for or desired

επιτυχία, κατορθωμένο αποτέλεσμα

επιτυχία, κατορθωμένο αποτέλεσμα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "success"
sister

a lady who shares a mother and father with us

αδελφή, σύζυγος

αδελφή, σύζυγος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sister"
brother

a man who shares a mother and father with us

αδελφός, αδελφός από κοινού

αδελφός, αδελφός από κοινού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brother"
engine

the part of a vehicle that uses a particular fuel to make the vehicle move

κινητήρας, ατμομηχανή

κινητήρας, ατμομηχανή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engine"
feature

an important or distinctive aspect of something

χαρακτηριστικό, ιδιότητα

χαρακτηριστικό, ιδιότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feature"
ball

a round object that is used in games and sports, such as soccer, basketball, bowling, etc.

μπάλα, σφαίρα

μπάλα, σφαίρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ball"
purpose

a desired outcome that guides one's plans or actions

σκοπός, προορισμός

σκοπός, προορισμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purpose"
leg

each of the two long body parts that we use when we walk

πόδι, σκέλος

πόδι, σκέλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leg"
dream

a series of images, feelings, or events happening in one's mind during sleep

όνειρο, ονείρωξη

όνειρο, ονείρωξη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dream"
style

the manner in which something takes place or is accomplished

στυλ, κατάσταση

στυλ, κατάσταση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "style"
detail

a small fact or piece of information

λεπτομέρεια, μάθημα

λεπτομέρεια, μάθημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detail"
blindness

the condition or state of being completely or partially unable to see

τύφλωση, ανοροφορία

τύφλωση, ανοροφορία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blindness"
society

people in general, considered as an extensive and organized group sharing the same laws

κοινωνία, κοινωνική ομάδα

κοινωνία, κοινωνική ομάδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "society"
need

a condition or situation in which something is necessary

ανάγκη, χρεία

ανάγκη, χρεία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "need"
stock

the items available for sale in a store or its warehouse

απόθεμα, στοκ

απόθεμα, στοκ

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stock"
while

a span of time

περίοδος, διάστημα

περίοδος, διάστημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "while"
function

a particular activity of a person or thing or their purpose

λειτουργία, έκφραση

λειτουργία, έκφραση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "function"
practice

the act of repeatedly doing something to become better at doing it

πρακτική, εξάσκηση

πρακτική, εξάσκηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practice"
road

a wide path made for cars, buses, etc. to travel along

δρόμος, οδός

δρόμος, οδός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road"
heat

a state of having a higher than normal temperature

θερμότητα, θέρμανση

θερμότητα, θέρμανση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heat"
ice

frozen water, which has a solid state

πάγος, πάγος νερού

πάγος, πάγος νερού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ice"
meal

the food that we eat regularly during different times of day, such as breakfast, lunch, or dinner

γεύμα, φαγητό

γεύμα, φαγητό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meal"
hearing

the ability to hear voices or sounds through the ears

ακοή, ηχητική ικανότητα

ακοή, ηχητική ικανότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hearing"
vision

the ability to see thing through the eyes

όραση, οπτική

όραση, οπτική

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vision"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek