pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Ουσιαστικά - Κορυφαία 126 - 150 Ουσιαστικά

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 6 της λίστας με τα πιο κοινά ουσιαστικά στα αγγλικά, όπως "βήμα", "φόρμα" και "κελί".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Nouns in English Vocabulary
step

the act of raising one's foot and putting it down in a different place in order to walk or run

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "step"
adult

a fully grown man or woman

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adult"
form

the appearance of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "form"
death

the fact or act of dying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "death"
cell

an organism's smallest unit, capable of functioning on its own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cell"
love

the very strong emotion we have for someone or something that is important to us and we like a lot and want to take care of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "love"
dollar

the unit of money in the US, Canada, Australia and several other countries, equal to 100 cents

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dollar"
camera

a device or piece of equipment for taking photographs, making movies or television programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camera"
voice

the sounds that a person makes when speaking or singing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voice"
door

the thing we move to enter, exit, or access a place such as a vehicle, building, room, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "door"
tomorrow

the day that will come after today ends

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tomorrow"
value

the worth of something in money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "value"
member

someone or something that is in a specific group, club, or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "member"
relationship

the connection among two or more things or people or the way in which they are connected

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relationship"
laughter

the action of laughing or the sound it makes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laughter"
girl

someone who is a child and a female

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "girl"
boy

someone who is a child and a male

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boy"
data

information or facts collected to be used for various purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "data"
war

a state of armed fighting between two or more groups, nations, or states

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "war"
force

a physical power, strength, or energy that allows an object to change its motion or position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "force"
plan

a chain of actions that will help us reach our goals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plan"
version

a different form of something particular when compared with its previous form or forms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "version"
town

an area with human population that is smaller than a city and larger than a village

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "town"
option

something that can or may be chosen from a number of alternatives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "option"
trip

a journey that you take for fun or a particular reason, generally for a short amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trip"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek