pattern

Ρούχα και Μόδα - Ουσιαστικά που σχετίζονται με τα ρούχα

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ουσιαστικά που σχετίζονται με την ένδυση, όπως "ενδυμασία", "ετικέτα" και "προσωπικά εφέ".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Clothes and Fashion
haberdashery

items of clothing and accessories for men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haberdashery"
ladder

a long row of torn fabric in tights or stockings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ladder"
pleat

a kind of fold in a piece of cloth that is doubled over on itself and fixed in its place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleat"
finery

expensive or showy clothes and accessories, especially those worn on special occasions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finery"
fit

the way in which a piece of clothing fits the wearer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fit"
rainwear

clothes made of waterproof material, keeping us dry in the rain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rainwear"
loungewear

a type of comfortable clothing suitable for relaxing or lounging at home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loungewear"
leisurewear

casual clothing designed to be worn while relaxing or playing sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leisurewear"
nightwear

pieces of clothing designed to be worn in bed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nightwear"
womenswear

clothing for women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "womenswear"
footwear

things worn on the feet, such as shoes, boots, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "footwear"
menswear

clothing for men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "menswear"
swimwear

clothing items designed to be worn while swimming

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimwear"
sportswear

the outfit worn outside casually or for sport activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sportswear"
outerwear

items worn over other clothes, particularly when we are outdoors, such as jackets and coats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outerwear"
underwear

clothes that we wear under all the other pieces of clothing right on top of our skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underwear"
attire

the clothes that someone is wearing for a special occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attire"
coordinates

a set of two or more items of clothing that are designed to be worn together and match in color, pattern, or style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coordinates"
chic

the quality of being elegant by style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chic"
cut

the way a garment is cut, giving it a particular style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cut"
hosiery

socks, stockings, and tights, particularly used to refer to such items in stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hosiery"
accessory

an item, such as a bag, hat, piece of jewelry, etc., that is worn or carried because it makes an outfit more beautiful or attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accessory"
wardrobe

all of the clothes that someone owns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wardrobe"
wear

a piece of clothing for a particular event or purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wear"
personal effects

a person's belongings such as jewelry, clothing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal effects"
clothes

the things we wear to cover our body, such as pants, shirts, and jackets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothes"
clothing

the items that we wear, particularly a specific type of items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothing"
garment

an item of clothing that is worn on the body, including various types of clothing such as shirts, pants, dresses, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garment"
disguise

any item that is worn to change or alter the appearance or to hide someone's identity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disguise"
pair

a set of two matching items that are designed to be used together or regarded as one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pair"
size

one of the standard measures according to which clothes and other goods are made or sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "size"
rack

a framework, typically with rails, hooks, or pegs, on which items can be hung

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rack"
apparel

clothes, used particularly when being sold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apparel"
material

cloth or fabric used to make different items of clothing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "material"
pattern

a typically repeating arrangement of shapes, colors, etc., regularly done as a design on a surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pattern"
flare

a shape that slightly widens toward the bottom

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flare"
body piercing

a hole made in a part of the body in order to insert a ring, stud ,etc. for ornamentation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body piercing"
jewelry

objects such as necklaces, bracelets or rings, typically made from precious metals such as gold and silver, that we wear as decoration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jewelry"
precious stone

a valuable stone that is cut and polished to be used in jewelry making

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precious stone"
precious metal

a rare, naturally occurring metallic chemical element that has high economic value such as gold and silver

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precious metal"
denim

(plural) jeans or other clothing made of denim

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denim"
rag

a small piece of cloth or paper used for cleaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rag"
plain clothes

ordinary everyday clothing worn by individuals who are not in uniform or do not hold a specific dress code

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plain clothes"
work clothes

clothing specifically designed to be worn while performing manual labor or other physical work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work clothes"
fashion

the styles and trends of clothing, accessories, makeup, and other items that are popular in a certain time and place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion"
outfit

a set of clothes that one wears together, especially for an event or occasion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outfit"
headgear

any item of clothing that covers the head, such as a hat, helmet, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headgear"
petite

the clothing designed for women who are 5'3" (160 cm) or shorter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petite"
headdress

a decorative covering worn on the head, typically worn as a symbol of status or cultural significance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headdress"
label

the trade name of a company that makes designer clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "label"
slip-on

a type of shoe that can be easily put on without requiring laces or buckles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slip-on"
widow's weeds

mourning clothes worn by a widow, typically consisting of black garments and accessories

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "widow's weeds"
white tie

a type of formal dress code for evening events, which includes a black tailcoat jacket, black pants, a white wing-collared shirt, a white bow tie, and black patent leather shoes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white tie"
uniform

the special set of clothes that all members of an organization or a group wear at work, or children wear at a particular school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uniform"
neckwear

any decorative item worn around the neck, such as ties, scarves, or necklaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neckwear"
knitwear

clothing items made by interlocking yarn using knitting techniques such as sweaters, cardigans, and scarves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knitwear"
beachwear

clothing and accessories worn for activities on or near the beach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beachwear"
bottom

any item of clothing designed to be worn on the lower part of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bottom"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek