pattern

Ρούχα και Μόδα - Περιγραφή ρούχων

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των ρούχων στα αγγλικά, όπως "backless", "low-cut" και "scanty".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Clothes and Fashion
high-visibility

describing brightly colored clothing made of reflective material in a way that is easily seen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-visibility"
plunging

(of a woman's clothing) having a deep V-shaped neckline that reveals a lot of the top and cleavage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plunging"
worn-out

very damaged or old in a way that has become unusable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worn-out"
loose

(of clothes) not tight or fitting closely, often allowing freedom of movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loose"
tight

(of clothes or shoes) fitting closely or firmly, especially in an uncomfortable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight"
backless

(of a woman's clothing) showing most of the back or shoulders

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backless"
low-cut

(of women's clothing) revealing the neck and the upper part of the chest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "low-cut"
clinging

(of clothes) tight-fitting in a way that shows the shape of the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clinging"
ragged

(of clothes) shabby, old and in poor condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ragged"
revealing

(of a piece of clothing) displaying more of the wearer's body than usual

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revealing"
scanty

(of a piece of clothing) small and not covering much of the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scanty"
scooped

(of a woman's clothing) having a rounded and low-cut neckline

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scooped"
see-through

(particularly of clothes) so thin that light passes through and therefore one is able to see through it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "see-through"
skimpy

(of clothing) close-fitting, short, and exposing more of the body than typical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skimpy"
ready-to-wear

(of clothes) ready-made and provided in all sizes rather than suiting only a particular customer

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ready-to-wear"
mini

very small, usually smaller than the standard or usual size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mini"
midi

describing a dress or skirt that falls below the knee but above the ankle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midi"
maxi

extending down to the ankles or floor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maxi"
knitted

describing something that has been made by interlocking loops of yarn with knitting needles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knitted"
A-line

(of a skirt, dress, etc.) being narrow at top and slightly wider at the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "A-line"
polo-neck collar

a lifted collar that fits around the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polo-neck collar"
brief

(of clothes) short and revealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brief"
flared

(especially of clothes) having a shape that slightly widens toward the bottom

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flared"
skinny

close-fitting and very tight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinny"
well-cut

‌(of clothes) made with care and style and therefore highly priced

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-cut"
waterproof

not damaged by the water or not letting water through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waterproof"
skintight

(of clothes) very tight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skintight"
sleeveless

(of clothes) without any sleeves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeveless"
slinky

‌(of clothing) tight or closely fitting to the body, emphasizing the contours of the wearer's body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slinky"
strapless

(especially of a dress or bra) having no shoulder straps

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strapless"
V-neck

(of a piece of clothing) having a neckline in the shape of the letter V

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "V-neck"
crew neck

a plain round neckline on a sweater or shirt that has no collar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crew neck"
short sleeve

an item of clothing with sleeves that extend from one's shoulders to one's elbows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short sleeve"
long sleeve

a style of garment in which the sleeves extend to cover the arm from the shoulder to the wrist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long sleeve"
extra small

clothing or garments that are designed for individuals who require sizes beyond the standard range, typically larger or smaller than the average sizes available

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra small"
small

a size or measurement that is typically smaller than average, often used to describe clothing or other physical objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
medium

having a size that is not too big or too small, but rather in the middle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medium"
large

a size or quantity that is greater than average or standard

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "large"
extra large

(of a size) larger than large, often used for clothing, packaging, or other items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra large"
extra extra large

clothing or garments that are designed for individuals who require sizes larger than the standard range

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra extra large"
one-size-fits-all

items that are designed to fit a wide range of body sizes or shapes without the need for specific sizing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one-size-fits-all"
loose-fitting

(of clothing) large, comfortable, and not fitting the body closely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loose-fitting"
close-fitting

(of clothes) fitting tightly in a way that is not annoying and shows the shape of the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "close-fitting"
one-piece

made in a single piece without separate parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "one-piece"
two-piece

consisting of two separate pieces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "two-piece"
tight-fitting

being snug and covering the body closely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tight-fitting"
outfitted

being dressed or equipped in a particular way, typically for a specific activity or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outfitted"
undressed

not having any clothes on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undressed"
figure-hugging

(of a piece of clothing) close-fitting in a way that shows the outline of a woman's figure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figure-hugging"
unfastened

not securely fixed or closed, often suggesting openness or looseness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfastened"
bare

(of a part of the body) not covered by any clothing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bare"
turtleneck collar

a high, close-fitting collar that covers most of the neck, often folded over and sometimes extended into a roll-neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turtleneck collar"
three-quarter length sleeve

a sleeve that ends between the elbow and wrist, covering approximately three-quarters of the arm's length

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "three-quarter length sleeve"
fringed

having decorative threads or strands hanging from the edge of a garment or material

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fringed"
solid

having a uniform color without any patterns, gradients, or mixed shades

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solid"
mid-length

neither short nor long, but falls in between in terms of length

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mid-length"
shabby

worn-out or in poor condition, often indicating a lack of care or upkeep in its appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shabby"
sleeved

describing the garments that have sleeves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeved"
long-sleeved

(of an item of clothing) having sleeves that are long enough to reach one's wrist

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long-sleeved"
tall

a clothing size category that is designed for people who are taller than average, typically above 6 feet or 183 centimeters in height

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tall"
button-through

(of clothing) secured with buttons in a vertical row along the entire length of the garment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "button-through"
delicate

fine or intricate in texture, structure, or design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek