pattern

Βιβλίο English File – Στοιχειώδης - Μάθημα 3Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το μάθημα 3Β του μαθήματος English File Elementary, όπως "accountant", "engineer", "hairdresser" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Elementary
accountant

someone whose job is to keep or check financial accounts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accountant"
actor

someone whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor"
administrator

someone whose job is managing and organizing the work of a company or institution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "administrator"
architect

a person whose job is designing buildings and typically supervising their construction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architect"
builder

someone who builds or repairs houses and buildings, often as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "builder"
chef

a highly trained cook who often cooks for hotels or restaurants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chef"
cleaner

someone whose job is to clean other people’s houses, offices, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cleaner"
dentist

someone who is licensed to fix and care for our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dentist"
doctor

someone who has studied medicine and treats sick or injured people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doctor"
engineer

a person who designs, fixes, or builds roads, machines, bridges, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engineer"
factory worker

someone who is employed in a factory and works there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factory worker"
flight attendant

a person who works on a plane to bring passengers meals and take care of them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flight attendant"
footballer

someone especially a professional who plays football

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "footballer"
guide

a person whose job is to take tourists to interesting places and show them around

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guide"
hairdresser

someone ‌whose job is to cut, wash and style hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairdresser"
journalist

someone who prepares news to be broadcast or writes for newspapers, magazines, or news websites

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journalist"
lawyer

a person who practices or studies law, advises people about the law or represents them in court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lawyer"
bank manager

a person whose job involves being in charge of a specific branch of a bank

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bank manager"
model

a person who is employed by an artist to pose for a painting, photograph, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "model"
musician

someone who plays a musical instrument or writes music, especially as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musician"
nurse

someone who has been trained to care for injured or sick people, particularly in a hospital

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nurse"
pilot

someone whose job is to operate an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pilot"
police officer

someone whose job is to protect people, catch criminals, and make sure that laws are obeyed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "police officer"
policeman

a man whose job is to protect people, catch criminals, and make sure that laws are obeyed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "policeman"
policewoman

a woman whose job is to protect people, catch criminals, and make sure that laws are obeyed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "policewoman"
receptionist

a person who greets and deals with people arriving at or calling a hotel, office building, doctor's office, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receptionist"
shop assistant

someone whose job is to serve or help customers in a shop

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shop assistant"
sales assistant

someone whose job involves helping and selling things to the customers and visitors of a store, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sales assistant"
soldier

someone who serves in an army, particularly a person who is not an officer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soldier"
taxi driver

someone whose job involves driving a taxi and taking people to different places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxi driver"
teacher

someone who teaches things to people, particularly in a school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teacher"
waiter

a man who brings people food and drinks in restaurants, cafes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waiter"
veterinarian

a doctor who is trained to treat animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veterinarian"
waitress

a woman who brings people food and drinks in restaurants, cafes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waitress"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek