pattern

Βιβλίο English File - Προ-ενδιάμεσο - Μάθημα 9Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το μάθημα 9C στο βιβλίο μαθημάτων English File Pre-Intermediate, όπως "βιογραφία", "χωριστός", "αποσύρομαι" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Pre-intermediate
biography

the story of someone's life that is written by another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biography"
to be born

to be brought into this world from a mother's body

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] born"
to marry

to become someone's husband or wife

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to marry"
to get married

to legally become someone's wife or husband

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] married"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
primary school

the school for young children, usually between the age of 5 to 11 in the UK

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primary school"
to have

to give birth to a baby

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
child

a young person who has not reached puberty or adulthood yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "child"
secondary school

the school for young people, usually between the ages of 11 to 16 or 18 in the UK

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondary school"
university

an educational institution at the highest level, where we can study for a degree or do research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "university"
to leave

to go away from somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
school

a place where children learn things from teachers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "school"
separate

not connected to anything, and forming a unit by itself

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "separate"
to get

to receive or come to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
job

the work that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
to divorce

to legally end a marriage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divorce"
divorced

no longer married to someone due to legally ending the marriage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "divorced"
to retire

to leave your job and stop working, usually on reaching a certain age

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retire"
to fall in love

to start loving someone deeply

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [fall] in love"
to die

to no longer be alive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to die"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek