pattern

Βιβλίο Headway - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 6

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Upper Intermediate, όπως "ανταλλακτικό", "σύμβουλος", "διαφοροποιώ" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Upper Intermediate
to spare

to refrain from harming, injuring, or punishing someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spare"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
consultant

someone who gives professional advice on a given subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consultant"
to diversify

(of a business) to increase the range of goods and services in order to reduce risk of failure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diversify"
bust

describing a person or company that is bankrupt or financially ruined

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bust"
to go

to progress in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
quadruped

(of animals) having four legs or feet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quadruped"
bulk

the major portion or greater part of something, often referring to the size or quantity of an object or substance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulk"
goods

items made or produced for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goods"
driven

forced to move or act in a particular way by circumstances beyond one's control

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driven"
to boycott

to refuse to buy, use, or participate in something as a way to show disapproval or to try to bring about a change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boycott"
light bulb moment

a sudden realization or understanding of something, often an idea or solution

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light bulb moment"
storage

a location, facility or container designed for keeping things safe, secure and organized for future use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "storage"
to progress

to develop into a more advanced or improved stage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to progress"
import

goods, products, or services that are brought into a country from another country for the purpose of trade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "import"
to decrease

to become less in amount, size, or degree

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decrease"
export

a product or service that is produced in one country and then sold to another country for use or resale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "export"
to record

to store information in a way that can be used in the future

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to record"
refund

an amount of money that is paid back because of returning goods to a store or one is not satisfied with the goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refund"
to produce

to make something using raw materials or different components

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to produce"
permit

an official document that allows someone to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permit"
to transport

to take people, goods, etc. from one place to another using a vehicle, ship, or aircraft

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transport"
to insult

to intentionally say or do something that disrespects or humiliates someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to insult"
to protest

to show disagreement by taking action or expressing it verbally, particularly in public

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protest"
to refuse

to say or show one's unwillingness to do something that someone has asked

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refuse"
to present

to show or give something to others for inspection, consideration, or approval

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to present"
minute

very small

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minute"
to object

to give a fact or an opinion as a reason against something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to object"
invalid

not legally or officially acceptable or recognized anymore due to a change in circumstances or conditions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invalid"
contract

an official agreement between two or more sides that states what each of them has to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contract"
out of date

no longer useful or fashionable

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "out of date"
rubbish

unwanted, worthless, and unneeded things that people throw away

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rubbish"
small

below average in physical size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
written agreement

a document that specifies the terms and conditions agreed upon by two or more parties in a contractual relationship

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "written agreement"
satisfied

feeling happy because we have what we wanted, or because something has happened the way we wanted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "satisfied"
bag

a large amount or plenty of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bag"
zillion

an extremely large, but unspecified number or quantity, often used as an exaggeration to emphasize the vastness of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zillion"
pile

a noticeably huge number or amount of a particular thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pile"
umpteen

referring to an indefinitely large number of things or a large but unspecified number

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "umpteen"
horde

an immense or overwhelming number of people or things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horde"
mass

a large quantity or number of something, often referring to a group of objects or people that are considered together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mass"
heap

a large number of objects thrown on top of each other in an untidy way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heap"
load

an amount that can be carried at one time or can fill up a truck, container, and etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "load"
to tell off

to express sharp disapproval or criticism of someone's behavior or actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek