pattern

Βιβλίο Summit 2A - Ενότητα 4 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Summit 2A, όπως "go ballistic", "vent", "shrug off" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Summit 2A
to express

to show or make a thought, feeling, etc. known by looks, words, or actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to express"
to control

to have power over a person, company, country, etc. and to decide how things should be done

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to control"
anger

a strong feeling that we have when something bad has happened, so we might be unkind to someone or harm them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anger"
to lose one's temper

to suddenly become uncontrollably angry

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [lose] {one's} temper"
to have a fit

to suddenly and uncontrollably express strong emotions, often in a negative way

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have|throw] a fit"
to hit the roof

to become extremely angry with someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [hit] the (roof|ceiling)"
to go ballistic

to suddenly become extremely angry

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] ballistic"
to blow one's top / cool

to fail to control one's anger

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [blow] {one's} (top|cool|stack|lid)"
to hold in

to suppress the expression of one's feelings

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold in"
to calm down

to become less angry, upset, or worried

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to calm down"
to let go

to free oneself from tension or anxiety and be more relaxed instead

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to let go"
to shrug off

to consider something unworthy of one's attention or consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shrug off"
to let off steam

to get rid of one's strong feelings, particularly by talking in an angry way

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [let off|blow off] steam"
to vent

to strongly express one's feelings, particularly one's anger

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vent"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek