pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 7 - 7F

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7ΣΤ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "branch", "parkingmeter", "knit" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
boxer

a person who participates in a combat sport involving punches and strikes with the fists

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boxer"
branch

a store, office, etc. that belongs to a larger business, organization, etc. and is representing it in a certain area

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "branch"
bus

a large vehicle that carries many passengers by road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus"
cover

something that protects or conceals a thing by being put over, on, or around it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cover"
message

a written or spoken piece of information or communication sent to or left for another person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "message"
parking meter

a device found on a street or in a parking lot that requires payment to allow a vehicle to be parked for a certain amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parking meter"
statue

a large object created to look like a person or animal from hard materials such as stone, metal, or wood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "statue"
street

a public path for vehicles in a village, town, or city, usually with buildings, houses, etc. on its sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "street"
tree trunk

the main, central part of a tree that supports the branches and foliage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tree trunk"
wool

the soft and thick hair that grows on the body of sheep and goats

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wool"
writing

the activity of writing as a linguistic skill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "writing"
to attach

to physically connect or fasten something to another thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attach"
to cover

to put something over something else in a way that hides or protects it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cover"
to knit

to create clothing, fabric, etc., typically from wool or thread, using a machine or a pair of long and thin needles

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knit"
brightly-coloured

having a bright color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brightly-coloured"
patterned

having a repeated design or decorative arrangement of colors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patterned"
striped

having a pattern of straight parallel lines

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "striped"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek