pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 9 - 9Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Α στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως «πρατήριο πλήρωσης», «φεριμπότ», «αυτοκίνητο μπουφέ» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
form

the manner in which something is presented, expressed, or structured

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "form"
transport

a system or method for carrying people or goods from a place to another by trains, cars, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transport"
aircraft

any flying vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aircraft"
cable car

a vehicle that runs on tracks and is pulled by a moving cable, typically used for transportation up steep hills or mountains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cable car"
coach

a type of carriage or vehicle used for transportation, typically pulled by horses or other animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coach"
cruise ship

a big ship for vacation trips, usually with fun things to do and entertainment on board

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cruise ship"
ferry

a boat or ship used to transport passengers and sometimes vehicles, usually across a body of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ferry"
helicopter

a large aircraft with metal blades on top that go around

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helicopter"
hot-air balloon

an extremely large balloon filled with heated air, which enables it to float and travel through the sky

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hot-air balloon"
hovercraft

a vehicle that can travel near the surface of water or land being supported by its air cushion and using the power of air produced by its engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hovercraft"
motorbike

a light vehicle that has two wheels and is powered by an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorbike"
scooter

a light motor vehicle with a floorboard on which the rider puts their legs, and with wheels of usually small size

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scooter"
tram

a vehicle that is powered by electricity and moves on rails in a street, used for transporting passengers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tram"
underground

a city's railway system that is below the ground, usually in big cities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underground"
yacht

a large boat with an engine used for pleasure trips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yacht"
to travel

to go from one location to another, particularly to a far location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to travel"
place

the part of space where someone or something is or they should be

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "place"
airport

a large place where planes take off and land, with buildings and facilities for passengers to wait for their flights

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airport"
arrival hall

a section in an airport or train station where people go after they arrive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrival hall"
buffet car

a carriage on a train where passengers can purchase and consume food and beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buffet car"
bus stop

a place at the side of a road that is usually marked with a sign, where buses regularly stop for passengers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus stop"
cabin

the area where passengers sit in an airplane

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabin"
car park

an area where people can leave their cars or other vehicles for a period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "car park"
check-in

the process of arriving at a location such as an airport, a hotel, etc., and reporting one's presence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "check-in"
desk

furniture we use for working, writing, reading, etc. that normally has a flat surface and drawers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desk"
coach station

a place designed for coaches, buses, or long-distance road transportation to arrive and depart from

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coach station"
deck

a ship or boat's upper outside floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deck"
departure gate

a specific location in an airport where passengers leave from to board their flight

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "departure gate"
filling station

a place where vehicles can refuel their tanks with gasoline or diesel fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "filling station"
level crossing

a place where a road or path crosses over a railway line, at the same level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "level crossing"
lost property office

a place where lost or abandoned personal items are kept and can be retrieved by their owners

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lost property office"
platform

the raised surface in a station next to a railroad track where people can get on and off a train

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "platform"
port

the side of the ship or boat located on the left when facing the front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "port"
service station

a facility that provides gasoline, diesel, and other types of fuel, as well as various amenities such as restrooms, food, and convenience stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service station"
sleeper

a sleeping section or berth in a train or other means of transportation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeper"
sleeper

a horizontal support beam that connects the rails of a railroad track and helps distribute the weight of passing trains

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeper"
taxi rank

an area where taxis stand in a line to pick up passengers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxi rank"
ticket office

a physical location, usually at a transportation station or venue, where tickets for transportation services or events are sold or issued

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ticket office"
ticket barrier

a barrier that controls access to a particular area and requires a ticket to pass through, typically used in transportation hubs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ticket barrier"
waiting room

a designated area where people wait for their turn, appointment, or service, commonly found in stations, hospitals, or offices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waiting room"
choppy

(of water or waves) rough and uneven, with many small, quick-moving waves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choppy"
congestion

a condition where an excess amount of blood or other fluid accumulates in a part of the body, leading to swelling or discomfort

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "congestion"
diverted

(of a person) entertained or amused

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diverted"
dirty

having stains, bacteria, marks, or dirt

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dirty"
harbor

a sheltered area of water along the coast where ships, boats, and other vessels can anchor safely, typically protected from rough seas by natural or artificial barriers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "harbor"
road works

the work that is done to build or repair a road

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road works"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek