pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 9 - 9G

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9G στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "scuba diving", "caravan site", "self-catering" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
fishing

the activity of catching a fish with special equipment such as a fishing line and a hook or net

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fishing"
hiking

the activity of taking long walks in the countryside or mountains, often for fun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hiking"
horse riding

a sport that involves riders performing specific tasks like jumping over obstacles or showcasing their skills on horseback

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horse riding"
kayak

a type of boat that is light and has an opening in the top in which the paddler sits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kayak"
mountain biking

the activity or sport of riding a mountain bike over rough ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain biking"
scuba diving

the act or sport of swimming underwater, using special equipment such as an oxygen tank, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scuba diving"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
sightseeing

the activity of visiting interesting places in a particular location as a tourist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sightseeing"
skiing

the activity or sport of moving over snow on skis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skiing"
swimming

the act of moving our bodies through water with the use of our arms and legs, particularly as a sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming"
accommodation

a place where people live, stay, or work in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accommodation"
bed and breakfast

a small hotel or guesthouse that provides the residents with a resting place and breakfast

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bed and breakfast"
campsite

a specific location that is intended for people to set up a tent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campsite"
caravan site

a place or area where people can park their caravans and stay for a period of time, often with facilities such as electricity, water supply, and waste disposal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caravan site"
camp

a military facility where troops are stationed for training or operational purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camp"
hostel

a place or building that provides cheap food and accommodations for visitors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hostel"
hotel

a building where we give money to stay and eat food in when we are traveling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hotel"
self-catering

(of an accommodation or holiday) providing equipment for guests to prepare their meals themselves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-catering"
apartment

a place that has a few rooms for people to live in, normally part of a building that has other such places on each floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apartment"
villa

a country house that has a large garden, particularly the one located in southern Europe or warm regions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "villa"
miss

a title we use before an unmarried woman's family name or full name to address or refer to her

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miss"
sir

used as a respectful or polite way of referring to or addressing a man

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sir"
Mrs

a title used before a woman's surname or full name to address or refer to a married woman

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Mrs"
Ms

a title used before a woman's surname or full name as a form of address without indicating her marital status

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Ms"
madam

a polite way to address or refer to a woman

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "madam"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek