pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 7 - 7Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - 7Α στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως «μίμος», «συνθέτης», «γλυπτική» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
art form

the creative expression and representation of ideas, emotions, or concepts through architectural design and construction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art form"
ballet

a form of performing art that narrates a story using complex dance movements set to music but no words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ballet"
cartoon

a humorous drawing on the topics that are covered in the news, usually published in a newspaper or magazine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cartoon"
classical music

music that originated in Europe, has everlasting value, long-established rules, and elaborated forms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classical music"
dance

a series of rhythmical movements performed to a particular type of music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dance"
drawing

a picture that was made using pens, pencils, or crayons instead of paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drawing"
mime

a theatrical technique in which the performer uses body and hand gestures in order to suggest an idea or tell something without using words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mime"
musical

relating to or containing music

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musical"
novel

a long written story that usually involves imaginary characters and places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel"
opera

a musical play sung and performed by singers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opera"
painting

a picture created by paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painting"
play

a written story that is meant to be performed on a stage, radio, or television

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "play"
poem

a written piece with particularly arranged words in a way that, usually rhyme, conveys a lot of emotion and style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poem"
pop music

popular music, especially with young people, consisting a strong rhythm and simple tunes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pop music"
sculpture

a solid figure or object made as a work of art by shaping and carving wood, clay, stone, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sculpture"
sitcom

a type of television show that uses humor to tell stories about everyday situations and relationships between characters, typically set in a fixed location such as a home or workplace

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sitcom"
literature

written works that are valued as works of art, such as novels, plays and poems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literature"
music

a series of sounds made by instruments or voices, arranged in a way that is pleasant to listen to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "music"
the performing arts

types of art such as dance, drama, and music that are performed in front of an audience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the performing arts"
the visual arts

art forms such as painting, drawing, sculpting, etc. that people can look at, in contrast to music and literature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the visual arts"
artist

someone who creates drawings, sculptures, paintings, etc. either as their job or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artist"
actor

someone whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor"
composer

a person who writes music as their profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "composer"
conductor

someone who guides and directs an orchestra

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conductor"
dancer

someone whose profession is dancing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dancer"
choreographer

a person who creates and designs dance movements and routines, typically for performances, shows, or productions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choreographer"
director

a person who manages or is in charge of an activity, department, or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "director"
novelist

a writer who explores characters, events, and themes in depth through long narrative stories, particularly novels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novelist"
singer

someone whose job is to use their voice for creating music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "singer"
painter

an artist who paints pictures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painter"
playwright

someone who writes plays for the TV, radio, or theater

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "playwright"
poet

a person who writes pieces of poetry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poet"
sculptor

someone who makes works of art by carving or shaping stone, wood, clay, metal, etc. into different forms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sculptor"
artistic

involving artists or their work

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artistic"
to act

to play or perform a role in a play, movie, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to act"
to appear

to become visible and noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appear"
to carve

to create or produce something by cutting or shaping a material, such as a sculpture or design

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carve"
to create

to bring something into existence or make something happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to create"
to paint

to cover a surface or object with a colored liquid, usually for decoration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to paint"
to see

to notice a thing or person with our eyes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to see"
to listen

to give our attention to the sound a person or thing is making

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to listen"
song

a piece of music that has words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "song"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
concert

a public performance by musicians or singers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concert"
classical

related to music that is respected, serious, and is typically from the Western tradition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classical"
to sing

to use our voice in order to produce musical sounds in the form of a tune or song

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sing"
to write

to make letters, words, or numbers on a surface, usually on a piece of paper, with a pen or pencil

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to write"
cultural

involving a society's customs, traditions, beliefs, and other related matters

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cultural"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
rock concert

a live musical performance featuring a band or artist playing rock music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rock concert"
to visit

to go somewhere because we want to spend time with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to visit"
art gallery

a building where works of art are displayed for the public to enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art gallery"
to read

to look at written or printed words or symbols and understand their meaning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to read"
theater

a place, usually a building, with a stage where plays and shows are performed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theater"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek