pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 8 - 8G

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Unit 8 - 8G στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως "διαρροή", "swerve", "collide" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
ceiling

the highest part of a room, vehicle, etc. that covers it from the inside

ταβάνι, οροφή

ταβάνι, οροφή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ceiling"
to drip

(particularly of water) to fall in small amounts of droplets

στάζω, στάγδην

στάζω, στάγδην

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drip"
to leak

(of liquid or gas) to escape through a hole or crack in a container or structure

διαρρέω, ξεχύνομαι

διαρρέω, ξεχύνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leak"
to look up

to try to find information in a dictionary, computer, etc.

αναζητώ, ψάχνω

αναζητώ, ψάχνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look up"
phone book

a book containing a list of telephone numbers for a particular area or group of people, arranged alphabetically

τηλεφωνικός κατάλογος, κατάλογος τηλεφώνων

τηλεφωνικός κατάλογος, κατάλογος τηλεφώνων

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phone book"
plumber

someone who installs and repairs pipes, toilets, etc.

υδραυλικός, υδραυλικός τεχνίτης

υδραυλικός, υδραυλικός τεχνίτης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plumber"
to appeal

to attract or gain interest, approval, or admiration

εγκρίνω, έλκω

εγκρίνω, έλκω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appeal"
finally

after a long time, usually when there has been some difficulty

τελικά, έπειτα από πολύ καιρό

τελικά, έπειτα από πολύ καιρό

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finally"
idea

a suggestion or thought about something that we could do

ιδέα, σκέψη

ιδέα, σκέψη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idea"
only

with anyone or anything else excluded

μόνο, μόνο ότι

μόνο, μόνο ότι

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "only"
reason

something that explains an action or event

λόγος, αιτία

λόγος, αιτία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reason"
simple

not involving difficulty in doing or understanding

απλός, εύκολος

απλός, εύκολος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "simple"
view

a personal belief or judgment that is not based on proof or certainty

άποψη, γνώμη

άποψη, γνώμη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "view"
damaged

(of a person or thing) harmed or spoiled

ζημιωμένος, κατεστραμμένος

ζημιωμένος, κατεστραμμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "damaged"
injured

physically harmed or wounded

τραυματισμένος, πληγωμένος

τραυματισμένος, πληγωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injured"
to kill

to end the life of someone or something

σκοτώνω, θανατώνω

σκοτώνω, θανατώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kill"
to collide

to come into sudden and forceful contact with another object or person

συγκρούομαι, κρούω

συγκρούομαι, κρούω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collide"
to crash

to collide violently, especially involving a vehicle, resulting in damage or injury

συντρίβω, κοντάρω

συντρίβω, κοντάρω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crash"
to lose

to be deprived of or stop having someone or something

χάνω, απουσία

χάνω, απουσία

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
to control

to have power over a person, company, country, etc. and to decide how things should be done

ελέγχω, χειρίζομαι

ελέγχω, χειρίζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to control"
to knock down

to cause something or someone to fall to the ground

ρίχνω κάτω, καταβάλλω

ρίχνω κάτω, καταβάλλω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knock down"
to suffer

to experience and be affected by something bad or unpleasant

υφίσταμαι, πάσχω

υφίσταμαι, πάσχω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffer"
whiplash

a neck injury caused by a sudden jerking motion, usually from a car accident

αυχενικό τραύμα, σύνδρομο αυχενικής κάκωσης

αυχενικό τραύμα, σύνδρομο αυχενικής κάκωσης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whiplash"
to breathalyze

to administer a breath test to determine the level of alcohol in someone's bloodstream

αναπνευσιομέτρησις, δοκιμή αναπνοής

αναπνευσιομέτρησις, δοκιμή αναπνοής

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to breathalyze"
to swerve

to change direction suddenly, often to avoid something or someone in the way

αλλαγή κατεύθυνσης, παραβίαση πορείας

αλλαγή κατεύθυνσης, παραβίαση πορείας

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swerve"
pretty

to a degree that is high but not very high

πολύ, αρκετά

πολύ, αρκετά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
to skid

(of a vehicle) to slide or slip uncontrollably, usually on a slippery surface

γλιστράω, σύρονται

γλιστράω, σύρονται

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to skid"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek