pattern

Βιβλίο Solutions - Ενδιάμεσο - Μονάδα 6 - 6G

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6G στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Intermediate, όπως «μπόνους», «υπερωρίες», «φόρτος εργασίας» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Intermediate
salary

an amount of money we receive for doing our job, usually monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salary"
bonus

the extra money that we get, besides our salary, as a reward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bonus"
shift

the period of time when a group of people work during the day or night

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shift"
paid vacation

a vacation from work by an employee with pay granted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paid vacation"
sick pay

the money that an employee receives from their employer when they are unable to work due to illness or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick pay"
overtime

the extra hours a person works at their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overtime"
pay rise

an increase in salary or wages that an employee receives from their employer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pay rise"
training

the process during which someone learns the skills needed in order to do a particular job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "training"
course

a series of lessons or lectures on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "course"
paperwork

work that involves handling papers: forms or letters or reports etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paperwork"
workload

the amount of work that a person or organization has to do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "workload"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek