pattern

Βιβλίο Solutions - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 3 - 3Ε

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Ε στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Upper-Intermediate, όπως "βενζίνη", "ουρά", "φανός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Upper-Intermediate
sidewalk

a pathway typically made of concrete or asphalt at the side of a street for people to walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sidewalk"
sneaker

a light, soft shoe with a rubber sole, worn for sports or casual occasions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sneaker"
torch

a handheld portable light source that uses a flame to lighten a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torch"
bill

a piece of printed paper that shows the amount of money a person has to pay for goods or services received

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bill"
cookie

a sweet baked treat typically made with flour, sugar, and other ingredients like chocolate chips or nuts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cookie"
flashlight

a portable handheld electric light that is powered by batteries and used to give light to a place in the dark

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flashlight"
highway

any major public road that connects cities or towns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "highway"
line

a row of people or things behind each other or next to each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "line"
mobile

connected with or using communication technology

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mobile"
pavement

the hard surface of a road covered with concrete or tarmac

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pavement"
sweet

containing sugar or having a taste that is like sugar

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweet"
trainer

a sports shoe with a rubber sole that is worn casually or for doing exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainer"
film

a story that we can watch on a screen, like a TV or in a theater, with moving pictures and sound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "film"
flat

a place with a few rooms in which people live, normally part of a building with other such places on each floor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat"
lift

a box-like device that goes up and down and is used to get to the different floors of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lift"
petrol

a liquid fuel that is used in internal combustion engines such as car engines, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrol"
tap

an object that controls the flow of liquid or gas from a container or pipe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tap"
toilet

the complete bathroom or restroom area, including facilities for personal hygiene and grooming

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toilet"
biscuit

a soft cake that is small and round

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biscuit"
candy

a type of sweet food that is made from sugar and sometimes chocolate

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "candy"
cell phone

a phone that we can carry with us and use anywhere because it has no wires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cell phone"
to check

to discover information about something or someone by looking, asking, or investigating

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to check"
motorway

a very wide road that has no intersections or cross-traffic and is designed for high-speed travel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motorway"
queue

a line in which people or vehicles wait for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "queue"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek